Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ - ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

       Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014      
     Σήμερα είναι η τελευταία μέρα των Χριστουγέννων, αφού στην Εκκλησία μας έγινε η απόδοση της γιορτής. Ψάλλαμε για τελευταία φορά φέτος το "Χριστός γεννᾶται δοξάσατε..."
     Ετοιμαζόμαστε πλέον για την γιορτή της Περιτομής του Κυρίου, της αρχής του νέου έτους και του Μεγάλου Βασιλείου.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα, να τα πούμε;

κάνετε κλίκ στον παρακάτω σύνδεσμο

      Από αύριο θα αρχίσω μια σειρά αναρτήσεων για γνωριμία με τον Άγιο Βασίλειο.
Για σήμερα προλαβαίνουμε να στείλουμε γράμμα στον Άγιο Βασίλειο. Τι να του γράψουμε; Μου άρεσε το γράμμα του Βασίλη από το διαμέρισμα 3Γ. Είναι από το τεύχος του Ιανουαρίου 2015 του αγαπημένου περιοδικού μας του Προς τη Νίκη.

Ας το στείλουμε κι εμείς!...


Ἅγιε Βασίλειε
Εἶμαι ὁ Βασίλης πού μένει στό διαμέρισμα 3Γ. Θά τό ξέρεις ὅτι μεγάλωσα καί τώρα πηγαίνω στή Γ’ Λυκείου. Ἔχω χρόνια νά σοῦ γράψω, ἀλλά νομίζω ὅτι μάθαινες τά νέα μου. Φέτος σκέφτηκα νά σοῦ γράψω γιά ἄλλη μιά φορά ὅπως τότε πού ἤμουν μικρός. Θέλω νά μάθεις ἀπό μένα τά νέα μου.
Θυμᾶσαι; Σοῦ ἔγραφα κάθε χρόνο. Ἀπό πολύ καιρό πρίν χαιρόμουνα μέ τη σκέψη ὅτι θά σοῦ γράψω. Ἔξυνα καλά τό πιό καλό μου μολύβι, ζητοῦσα ἀπό τήν ἀδελφή μου, πού ἔκανε συλλογή,  τό πιό ὄμορφο χαρτί της καί καθόμουνα ἀπό νωρίς τό ἀπόγευμα μετά τά Χριστούγεννα καί ἔγραφα. Ἔσβηνα, ἔγραφα μέχρι πού κατατσαλάκωνα τήν κόλα. Δέ μέ ἔνοιαζε. Ἤθελα νά εἶναι πολύ καλό τό γράμμα. Μοῦ ἔλεγαν, πώς ἄν ἤμουν καλό παιδί ὅλο τό χρόνο, θά μοῦ ἔφερνες δῶρα. Τότε πίστευα ὅτι ἤμουν καλό παιδί, ἀλλά ἄν ἐσύ εἶχες ἀντίθετη γνώμη ἔπρεπε νά σέ πείσω. Τό γράμμα ἦταν ἡ τελευταία μου εὐκαιρία. Τρεῖς μέρες τό ἔγραφα, κρυφά ἀπό τούς ἄλλους. Δέν ἤθελα κανείς νά ξέρει τί σοῦ λέω. Καί κατά ἕνα παράδοξο τρόπο κανείς ἀπό τό σπίτι δέν μέ πλησίαζε ὅταν ἤμουν σκυμμένος πάνω στό χαρτί.
Τά χρόνια περνοῦσαν καί κάποια χρονιά ἡ μεγάλη μου ἀδελφή εἶχε θυμώσει μαζί μου τό βράδυ τῶν Χριστουγέννων. Τήν ἄλλη μέρα, ὅταν μέ εἶδε νά γράφω, μοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχεις. Δέν ἔρχεσαι, δέν φέρνεις δῶρα. ἡ μαμά κι ὁ μπαμπάς διάβαζαν τά γράμματά μου καί ἔφερναν τά δῶρα. Κι ἐσύ ἤσουν καί εἶσαι μόνο στήν ἐκκλησία σου, τίποτα ἄλλο.
Ὁ κόσμος ὅλος γκρεμίστηκε γύρω μου. Ἔκλαιγα γοερά. Δέν ὑπάρχει Ἁη Βασίλης;  Δέν φέρνει δῶρα; Δέν διαβάζει τά γράμματά μου; Καί τώρα; Πῶς θά ζήσω χωρίς τόν Αϊ Βασίλη; Ἔνιωσα κάτι νά σπάει στήν καρδιά μου.
Ἀπό μικρό παιδάκι σ’ ἀγαποῦσα καί περίμενα μέ λαχτάρα τήν Πρωτοχρονιά. Ἤθελα νά ἔρθεις καί νά μοῦ φέρεις δῶρα. Μά πιό πολύ ἤθελα νά ἔρθει ἡ γιορτή σου γιά νά ἔρθει κι ἡ δική μου γιορτή.
Ἅγιέ μου, γιορτάζουμε μαζί.  Αὐτό ἦταν πάντα ἡ αἰτία νά γίνεται πανηγύρι στό σπίτι τήν πρωτοχρονιά. Μά ἡ καρδιά μου ἦταν πονεμένη, μέχρι πού ἔμαθα ὅτι ὄχι μόνο ὑπάρχεις ἀλλά καί δίνεις δῶρα. Στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό σχολεῖο ἔμαθα πάρα πολλά γιά σένα.
Ἔμαθα πόσο σπουδαῖος ἐπιστήμονας εἶσαι. Τί μεγάλη μορφή τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρότυπο χριστιανοῦ καί ἱερωμένου. Ἔμαθα κυρίως γιά τά κείμενα πού μᾶς ἄφησες ἀλλά καί τή φιλανθρωπία πού ἄσκησες. Δέν ἀρνιόσουνα σέ κανένα. Ὅ,τι εἶχες τό ἔδινες. Καί τό δίνεις ἀκόμη. Τώρα μάλιστα δίνεις ἀκόμη περισσότερα ἀπό ἐκεῖ στόν οὐρανό πού βρίσκεσαι.
Ἅγιέ μου, ἀπόψε, σοῦ γράφω καί πάλι.
Ἦρθε ἡ ὥρα νά σοῦ ζητήσω σάν τότε πού ἤμουν μικρό παιδί.
Εἶμαι στήν Γ Λυκείου καί ετοιμάζομαι γιά τις ἐξετάσεις.
Θά ἤθελα νά σοῦ ζητήσω νά μοῦ φέρεις…
…χρόνο γιά νά ἔχει πιό πολλές ὧρες τό 24ωρο,
…αἰσιοδοξία ὅταν ὅλα γύρω μου εἶναι μαῦρα,
…μυαλό καθαρό νά καταλαβαίνει καί νά συγκρατεῖ αὐτά πού διαβάζω,
…νά εἶμαι ἐντάξει σέ ὅλες τίς ὑποχρεώσεις μου καί νά μπορῶ νά χαλαρώνω γιά λίγο,
…τήν ἐπιτυχία στή σχολή πού ὀνειρεύομαι.
Γιά ἕναν Ἅγιο σάν καί σένα αὐτά δέν εἶναι δύσκολα. Μά δέ σοῦ ζητῶ τίποτα ἀπό τά προηγούμενα. Ἕνα μόνο μοῦ φτάνει. Νά σέ έχω μαζί μου ὅλο τό χρόνο γιά νά μᾶς φέρεις τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τότε νομίζω ὅτι θά ἔχω τά πάντα. Κυρίως αὐτά πού δέ σκέφτηκα νά ζητήσω.
Σέ παρακαλῶ Ἅγιε Βασίλειε πρέσβευε γιά μένα στόν Κύριο.
Ὁ Βασίλης ἀπό τό διαμέρισμα 3Γ
Υ. Γ.  Δέν θά σέ περιμένω στό σπίτι. Θά ἔρθω νά σέ βρῶ στό δικό σου. Στό Ναό σου. Θά τά ποῦμε Ἅγιε. Νά μέ περιμένεις.
Ὁ ἴδιος




Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ



ΘΕΜΑ
ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΑΘΗΝΑ 29-12-2014

Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλοι αυτό το συνέδριο. Ακόμη κι εμείς που είμαστε εδώ στην Ορεστιάδα, μπορούμε να το δούμε ζωντανά.



κάνετε κλικ στο παρακάτω σύνδεσμο

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ένα δέντρο μια φορά...

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
28 Δεκεμβρίου 2014

Καθώς βρισκόμαστε ήδη στην τέταρτη μέρα μετά τα Χριστούγεννα, σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι πέρασαν αυτές τις μέρες μόνοι τις γιορτές, μακριά από συγγενικά πρόσωπα, χωρίς στρωμένα τραπέζια με όλα τα καλά, χωρίς ζεστά ρούχα μέσα στο κρύο του χειμώνα, χωρίς μία ζεστή ατμόσφαιρα μέσα σε ένα στολισμένο σπίτι, χωρίς στέγη πάνω από το κεφάλι τους, στους δρόμους... Χωρίς πρόσβαση στην Αγάπη, την αληθινή Αγάπη...
Ακριβώς σαν Εκείνον που γεννήθηκε πριν 2014 χρόνια, μέσα σε μία φάτνη, με μόνη συντροφιά την Παναγία και λίγα ζώα να ζεσταίνουν με τα χνώτα τους το κρύο σπήλαιο.
Ήρθε στο νου μου ένα παραμύθι που είχα διαβάσει μικρός και σκέφτηκα να το μοιραστώ μαζί σας σήμερα!
Επειδή τα νοήματα-διδάγματα μπορούν να είναι διαφορετικά για τον καθένα, θα ήθελα τα σχόλιά σας για να το αναλύσουμε!


Ένα δέντρο μια φορά... του Ευγένιου Τριβιζά
(χριστουγεννιάτικο παραμύθι)


Το δέντρο
Σ’ ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν…

Το παιδί
Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα ‘χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ’ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα ‘θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του…
Πώς το ‘φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί…

H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ’ έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ‘βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το ‘βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!
— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ‘ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
— Γιατί το λες αυτό;
— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο… Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ‘χε ούτε ‘κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
— Με τι; Απόρησε.
— Ό,τι να ‘ναι… κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
— Καλά… Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω…
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια
Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό… Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ’ τη χαρά του.
— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ’ το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα – δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο…
— Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
— M’ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο – είπε το δέντρο στο παιδί – Σ’ ευχαριστώ πολύ. Σ’ ευχαριστώ αληθινά… Πόσο θα ‘θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο…
— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια – Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω… και δεν έχω πού να πάω…
— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
— Και να δεις… Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο… Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες…
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;
— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά… λες κι είχανε φτερά… Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί…
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ’ ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε…
Ποιος ξέρει;

Παρακάτω στο σύνδεσμο, μπορείτε να παρακολουθήσετε το παραμύθι σε βίντεο.

https://www.youtube.com/watch?v=Voz9S4xb0xM#t=242

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ αγάπη έστω και την 12η... (επίσκεψη μαθητων στο Νοσοκομείο Διδ/χου)

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014
Χριστούγεννα!
Έτσι τα αποκαλούμε όλοι, όμως αλήθεια, τι σημαίνει αυτό; Τα Χριστούγεννα είναι η κατεξοχήν γιορτή της Αγάπης, μιας κι ο Θεός από αγάπη για τον άνθρωπο έστειλε τον Μονογενή Του Υιό στη γη για να πάρει σάρκα ανθρώπινη.
Τα Χριστούγεννα είναι η εποχή που προσφέρεται για να δείξουμε την αγάπη μας κάνοντας δώρα! Δώρα... όμως τι δώρα;;;

Η αγάπη είναι αυτό το κάτι που μόνο να αισθανθείς μπορείς…
Μοιράζεται, πολλαπλασιάζεται, αποδεικνύεται με τα έργα και προορίζεται για ανταλλαγή μεταξύ ατόμων με στενούς οικογενειακούς δεσμούς ή δεσμούς φιλίας.

Υπάρχει, όμως και μια άλλη αγάπη. Είναι η αγάπη που δεν θα έπρεπε να κοιμάται έντεκα μήνες το χρόνο και να ξυπνάει τον δωδέκατο, όμως συνήθως έτσι γίνεται. Βέβαια, είναι εύκολο να λέμε ότι η αγάπη για τον συνάνθρωπο, για τον άγνωστο, για τον λιγότερο προνομιούχο θα έπρεπε να λειτουργεί ως καθήκον κάθε μέρα της ζωής μας. Όλοι το ξέρουμε, λίγοι το πράττουμε.

Όμως, έστω και τώρα, τον δωδέκατο μήνα του χρόνου, με αφορμή τη γιορτή της αγάπης μπορούμε να κάνουμε πράξη την αγάπη προς τον συνάνθρωπο με κινήσεις απλές και μικρές, που δεν κάνουν εμάς ανώτερους, ούτε θίγουν την αξιοπρέπεια αυτών για τους οποίους προορίζονται. Είναι οι πράξεις που γίνονται χωρίς άλλο κίνητρο από την προσφορά, από τον άνθρωπο… στον άνθρωπο.

Αυτήν την αγάπη προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε στην πράξη ,σήμερα τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων, κάνοντας επίσκεψη στο Γενικό Νοσοκομείο Διδυμοτείχου. Τραγουδήσαμε τα κάλαντα, ψάλλαμε το απολυτίκιο των Χριστουγέννων, μοιράσαμε το χριστιανικό περιοδικό "Προς τη Νίκη" και δώσαμε χαρά κι ελπίδα σε όσους αδελφούς μας βρίσκονται στο κρεβάτι του πόνου αυτές τις ημέρες...










Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Χριστούγεννα


Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

         Σήμερα φεύγει από την Ορεστιάδα μια ομάδα μαθητριών Λυκείου για να παραβρεθεί στο  2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Χαρούμενων Αγωνιστριών Λυκείου, που θα γίνει στην Αθήνα στις 27-28 Δεκεμβρίου 2014 σύμφωνα με την αφίσα


και με το παρακάτω πρόγραμμα


είναι μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία για τα κορίτσια όλης της Ελλάδας. ευχόμαστε:
καλό ταξίδι και 
καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Χριστούγεννα


                 Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014               

Χρόνια πολλά, ο νεογέννητος Χριστός είναι στη φάτνη Του πια, στη Βηθλεέμ!
Κι η φάτνη από τότε είναι η Αγία Τράπεζα του κάθε ορθόδοξου Ναού!
Κι εμείς σήμερα, που κοινωνήσαμε το Σώμα και το Αίμα Του, 
έχουμε τη φάτνη Του στις καρδιές μας.



Χριστούγεννα, μια οικογενειακή γιορτή.
Είναι καλό να γυρίζεις στο σπίτι σου τα Χριστούγεννα!
Να πηγαίνεις μαζί με τους δικούς σου στην χριστουγεννιάτικη Θεία λειτουργία και καθώς φτάνεις, να χτυπούν οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες!
Να φτάνεις στο Ναό και μέσα στο σκοτάδι να τον βλέπεις λουσμένο στο φως!
Να ανεβαίνεις  τα σκαλοπάτια του Ναού και να ακούγεται: "Δεύτε ίδωμεν πίστοί που εγεννήθη ο Χριστός..."!
και μετά...
Μαζί με την οικογένειά σου μαζεμένοι όλοι γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι!
Να βλέπεις τους άλλους στα μάτια που αντιφεγγίζουν αγάπη κι ουρανό!
Να ξέρεις πως ότι κι αν κάνεις είσαι πάντα καλοδεχούμενος για να περπατήσεις στις καρδιές τους!


Χριστούγεννα! 
Γιορτή αγάπης και συγχώρεσης!
Χρόνια πολλά


Χριστουγεννιάτικο Αλφαβητάρι

 Αστέρι, ψάχνω να σε βρω·
Βηθλεέμ, βοώ, που είσαι;
Γυρνώ γυμνή στις στράτες
Δέσποινα Παναγία, βοήθα με.
Εσύ που γέννησες το Λυτρωτή, λυπήσου με·
Ζηλεύω τους μάγους που αφήσανε τη βόλεψή τους
Ηλιοστάλαχτο θρονί, Εσύ, βοήθα με,
Θέλημα και δικό μου να ‘ναι τη βολή μου ν’ αρνηθώ.
Ικετεύω δώρο κάνε σε μένα τη Γυναίκα
Κυματοθραύστης στο κακό να γίνω.
Λάμπρυνε την ψυχή μου με το ανέσπερο Του φως!
Μάνα Εσύ, στη Μάνα τη σημερινή πλάι της στάσου.
Νύχτα τριγύρω μα Εσύ
Ξάγρυπνα κράτα μάτια της ψυχής μου.
Όπως το πράξαν οι Βοσκοί
Προσκύνημα να κάνω στο νιογέννητο.
Ρίζα να γίνω!
Στήριγμα γερό!
Τον κόσμο με τη Χάρη σου ν’αλλάξω.
Υπομονή να μου χαρίσεις σου ζητώ!
Φωτιά μεσ’ τις καρδιές ν’ ανάψω.
Χαράς καμπάνες να ακουστούν
Ψαλμούς να στέλνει η Γη στους Ουρανούς!
Ωκεανοί αγάπης τους ανθρώπους ν’ αγκαλιάσουν.


Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Χριστούγεννα



Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Οι άγγελοι της Βηθλεέμ ας ψάλλουν και στις δικές μας καρδιές 
τον ύμνο των Χριστουγέννων! 
Τον ύμνο της χαράς, της ειρήνης, της παρουσίας του Εμμανουήλ.

Καλά και ευλογημένα 
Χριστούγεννα

μια ακόμη σκηνή από "τα Χριστούγεννα του κυρ Μανώλη"




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Χριστούγεννα

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Αυτές τις μέρες έρχεται ο Χριστός στις καρδιές μας. Τον συναντούμε κι εμείς καθημερινά, αλλά αυτές τις μέρες ακόμη πιο έντονα! Τον συναντούμε στο πρόσωπο του αδελφού μας, του συνανθρώπου μας.
Μια ακόμη σκηνή από το Θεατρικό των Χριστουγέννων του 2012 με τίτλο "τα Χριστούγεννα του κυρ Μανώλη", με τα μοναδικά μηνύματά της.


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Χριστούγεννα

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014


Σήμερα, καθώς ετοιμαζόμαστε για την γιορτή μας στην Εστία, θυμήθηκα τις προηγούμενες χρονιές και ξεφύλλισα τους φακέλους μου. Βρήκα τα βιντεάκια από τη χριστουγεννιάτικη γιορτή του 2010. 

και για όσους θέλουν και κάτι να διαβάσουν, σας βάζω παρακάτω το κείμενο, που βρήκα και πάλι στο skype  από την ίδια φοιτήτρια. Για άλλη μια φορά με ενθουσίασε με την ώριμη σκέψη της. Ζήτησε προς το παρόν να κρατήσει την ανωνυμία της και το σέβομαι. 

     Καθώς περιμένουμε τα Χριστούγεννα    

Να ‘μαι πάλι, με θυμάσαι? Η προβληματική, εεε, προβληματισμένη που λέγαμε, θυμάσαι? Αν μπορείς και το διαβάζεις αυτό σημαίνει πως… έχεις ίντερνετ. Καλά, κι αυτό, αλλά σημαίνει κιόλας πως ο προηγούμενος προβληματισμός μου δεν ήταν και τόσο χάλια, και με άφησαν να ξετυλίξω τη μαεστρία μου ξανά. Μη φοβάσαι, δε θα επαναληφθεί, απλά έπρεπε να ξεκουράσουμε λίγο και τον βασικό αρθρογράφο.
Σήμερα  θα μιλήσουμε για την απόσταση. Και για την προσευχή. Σε βλέπω να συνοφρυώνεσαι, μη νομίζεις. Πώς κολλάνε τώρα αυτά? Ε δεν κολλάνε, τι να κάνουμε, είπαμε, είμαι αναπληρωματική εδώ. Αλλά κάπως θα τα συνδυάσω, μη φοβάσαι.
Τα Χριστούγεννα, και γενικότερα οι γιορτές, αν το σκεφτείς, καταφέρνουν και μικραίνουν αποστάσεις, ή ακόμα καλύτερα, τις καταργούν κάποιες φορές. Ο κόσμος βρίσκει τρόπους για να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται με τους δικούς του. Ψάχνει αφορμές σαν κι αυτές για να επισκεφθεί φιλικά και οικεία πρόσωπα, ή έστω να μάθει νέα τους.
Μια καρτ-ποστάλ, μια ευχετήρια κάρτα, δέματα με φαγώσιμα και δώρα, ένα υπερατλαντικό τηλεφώνημα, ομαδικές  βιντεοκλήσεις και το καλύτερο και πιο ανεκτίμητο κατά τη γνώμη μου, μια συνάντηση ΄face  to face.  Ένα ταξίδι, μια διανυκτέρευση, μια φιλοξενία. Πόση χαρά δε μας δίνει να λάβουμε ή να οργανώσουμε εμείς οι ίδιοι κάτι από αυτά? Και δεν είναι υπέροχο που είναι όλα λόγοι που μας κάνουν να αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο τέτοιες εποχές του χρόνου? Διότι σμίγεις κατά κάποιο τρόπο με τους αγαπημένους σου!
Να μετράς μέρες αντίστροφα για την αναχώρηση της πτήσης σου, ώστε να δεις επιτέλους τα καινούρια ξαδερφάκια σου! Να υπολογίζεις τις μέρες για να δεις αν έφτασε στα χέρια του φίλου σου από Γαλλία η χριστουγεννιάτικη κάρτα που του έστειλες! Να περιμένεις πάνω από το τηλέφωνο για να ακούσεις τη γιαγιά και τον παππού να λένε πως το λεωφορείο φτάνει σε μια ώρα! Και η ώρα να μην περνάει με τίποτα! Να σκας από την αγωνία μην καταλάβουν οι δικοί σου ότι θα φτάσεις μια μέρα νωρίτερα στο σπίτι και χαλάσει η έκπληξη! Να στήνεσαι χωρίς παράπονο στην ουρά στο ταχυδρομείο γιατί θέλεις τόσο πολύ να ανοίξεις τα δώρα του θείου από Αμερική! Να πηγαίνεις το πιο μακρινό αλλά ονειρεμένο ταξίδι της ζωής σου και το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα μπορέσεις να ταχυδρομήσεις τις κάρτες για όλους τους οικείους σου που δεν βρίσκονται εκεί μαζί σου!
Και πάνω που σου ‘φερα στο νου όμορφες στιγμές, θέλω να μου πεις τι βρίσκεις κοινό σε όλες αυτές τις γλυκές εικόνες. Μμμ, δύσκολο? Να βοηθήσω? Αυτό που υπάρχει σε όλες είναι η… ανησυχία. Ω ναι, κι όμως. Ξαναρίξε μια ματιά αν δεν πιστεύεις.
Ανησυχία: μήπως χάσω την πτήση, μήπως δε φτάσει το γράμμα, μήπως πάθουν κάτι η γιαγιά κι ο παππούς στο ταξίδι, μήπως σε μυριστούν και χαλάσουν την έκπληξη, μήπως…, μήπως… Δε συνεχίζω, κατάλαβες φαντάζομαι. Και ειδικά αν σκεφτείς και την άλλη ανησυχία που μας πιάνει τέτοιο καιρό. Είναι η ανησυχία όχι για το μέλλον, αλλά για το παρελθόν, και συγκεκριμένα αναφέρομαι περισσότερο στη νοσταλγία που μιας πιάνει όταν σκεφτόμαστε αγαπημένα πρόσωπα που δεν είναι μαζί μας, γιατί έχουν πάει εκείνο το μεγάλο ταξίδι. Εκείνο από το οποίο δε γυρνάνε και στο οποίο ποτέ δε μαθαίνουμε πώς περνάνε. Εδώ να δεις ανησυχία και παράπονο… Θα μου πεις «ε και? Τι να κάνουμε τώρα?». Α σε παρακαλώ όμως, εμένα με τρώει αυτό. Όσο σκέφτομαι δηλαδή ότι κάτι τόσο όμορφο όπως η επικοινωνία με τον άλλον, είναι τελικά τόσο αβέβαιο και με ακαθόριστη έκβαση, εγώ πανικοβάλλομαι.
Αλλά. Παρακολούθα τώρα πόσο περίτεχνα θα κάνω το άλμα.
Πώς θα σταματήσω αυτή την ανησυχία? Μια ζωή δηλαδή θα ανησυχώ για την απόσταση και τις δυσκολίες που δημιουργεί? Ποια είναι η λύση? Ε, μία είναι η λύση σε αυτές τις περιπτώσεις. Και βασικά σε όλες τις περιπτώσεις. Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ. Η προσευχή φίλε μου. Ναι, ναι, το μάντεψες γιατί το είπα στην αρχή. Πάντως οφείλω να παραδεχτώ πως δεν το σκέφτηκα ούτε αυτό μόνη μου. Ε ναι, μου το είπε ο πνευματικός μου. Μου το υπενθύμισε δηλαδή. Μου είπε συγκεκριμένα για την απώλεια της επαφής: «Δε στενοχωριόμαστε, αλίμονο αν λυπόμασταν κάθε φορά που αποχωριζόμαστε κάποιον. Απλά προσευχόμαστε. Η προσευχή είναι το όπλο, για να ναι κι αυτοί καλά και ‘μείς να τα ‘χουμε καλά με τον εαυτό μας. Για σκέψου τους Αποστόλους αναγκάστηκαν να αποχωριστούν για να γίνουν κήρυκες του Λόγου του Θεού. Και φυσικά ανησυχούσαν ο ένας για τον άλλο. Και εννοείται πως δεν είχαν τους σημερινούς τρόπους επικοινωνίας. Αλλά δε σταμάτησαν να προσεύχονται. Να ζητάν από το Θεό μας να τους φροντίζει όλους». Διότι ήξεραν πως με την προσευχή όλες οι έγνοιες του ανθρώπου περνάν στις «αρμοδιότητες» του Πατέρα μας. Εννοώ δηλαδή πως δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε όταν ζητάμε τη βοήθεια του Θεού. Ή της Παναγίας. Ή των Αγίων. Αυτοί γνωρίζουν τι μας προβληματίζει και είναι έτοιμοι να επέμβουν τη στιγμή που θα τους επικαλεστούμε. Γιατί μας αγαπάν. Και γιατί ξέρουν πόσο εύθραυστοι είμαστε εμείς τα μικρά ανθρωπάκια, που χρειαζόμαστε συνεχώς κάτι για να πιανόμαστε, κάτι ανώτερο από μας για να αντλούμε δύναμη. Μέσω της προσευχής καταφέρνουμε να αισθανόμαστε μια γαλήνη, μια επιβεβαίωση πως τα πράγματα θα πάνε καλά. Ή έστω, όχι άσχημα.
Και φαντάσου, πιάσαμε το θέμα της προσευχής μόνο από την οπτική του τι κερδίζουμε εμείς οι άνθρωποι από αυτήν. Πού να λέγαμε και τις υπόλοιπες λειτουργίες της. Που δεν είναι τόσο ανθρωποκεντρικές. Αλλά για σήμερα πετύχαμε το στόχο μας, συνδέσαμε την απόσταση με την προσευχή. Τα υπόλοιπα…. από τους γνώστες. Εξάλλου εγώ είμαι απλά περαστική.
Καληνύχτα σου.


και κάτι ακόμη βρήκα!
φωτογραφίες από χριστουγεννιάτικα παιχνίδια 



και φωτογραφίες από μια χριστουγεννιάτικη μέρα στο Δέρειο μαζί με τους κατοίκους