Χριστούγεννα
Καλημέρα σας!
20 Δεκεμβρίου 2014
σήμερα και... φτάσαμε σχεδόν στα Χριστούγεννα!Από σήμερα οι αναρτήσεις θα έχουν πλέον τον γενικό τίτλο Χριστούγεννα.
Μας έμειναν λίγες, ελάχιστες θα έλεγα, μέρες ακόμη για να κάνουμε ό,τι δεν προλάβαμε.
Θα είμαι μαζί σας σ' αυτήν τη γλυκιά αναμονή Του, και όλοι εμείς θα είμαστε αυτές τις μέρες στη Βηθλεέμ για να ετοιμάσουμε το σπήλαιο μαζί με τους κατοίκους της. Παρέα θα μας κάνουν οι αγγελικές δυνάμεις που ήδη πήραν το δρόμο προς τη Βηθλεέμ. Όλα αυτά τα λέει τόσα όμορφα στους αίνους (τροπάρια του όρθρου) σήμερα:
"Αἱ ἀγγελικαί, προπορεύεσθε Δυνάμεις, οἱ ἐν Βηθλεέμ, ἑτοιμάσατε τήν φάτνην, ὁ Λόγος γάρ γεννᾶται, ἡ σοφία προέρχεται, δέχου ἀσπασμόν ἡ Ἐκκλησία, εἰς τήν χαράν τῆς Θεοτόκου, λαοί εἴπωμεν, Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν δόξα σοι"Να σας θυμήσω την αυριανή χριστουγεννιάτικη εκδήλωση
στη Χριστιανική Εστία, στις 6.30 μ.μ.
Θα σας περιμένουμε όλους εκεί.
Για σήμερα σας έχω μια ιστορία παραμονής Χριστουγέννων και συνταγή για τα απαραίτητα για τα Χριστούγεννα μελομακάρονα και στολίδι για να φτιάξετε με παλιές κάρτες ή χρυσά ή χρωματιστά χαρτόνια .
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ἔσπρωξε κάποιον. Πάτησε ἄλλον καί χτύπησε μέ δύναμη τό κουμπί γιά τή στάση.
Δέν ἦταν αὐτή ἡ στάση πού ἔπρεπε νά κατεβεῖ. Μά ἡ ταραχή του ἦταν ἀνυπόφορη.
Δέν ἦταν κάλαντα τοῦτα παραμονιάτικα. Καί ποιός τούς ἔδωσε τό δικαίωμα νά
τραγουδᾶνε τέτοια τραγούδια;
Παιδιά εἶναι. Ἄς κάνουν τά ἔθιμα, θά ἔλεγαν πολλοί ἄν ἄκουγαν τήν ἀντίδρασή
του.
Μά τοῦτο ἦταν ἔθιμο; Ἦταν..., ναί, ἔτσι τό ἔνιωσε.Ἦταν μαστίγωμα! Γλυκά τά
δροσερά πρόσωπά τους. Γλυκά τά μάτια τους.Τά λόγια τους μελωδικά. Καί
τό μαστίγωμα, μαστίγωμα!
Πάτησε μέ δύναμη πάλι τό κουμπί γιά τή στάση, παρ᾽ ὅλο πού τό φῶς πάνω ἀπό
τήν πόρτα ἦταν ἀναμμένο καί τό κόκκινο ΣΤΟΠ πιό πέρα φαινόταν καθαρά. Δέν τό
ἔβλεπε.
Αὐτός ἤθελε νά κατεβεῖ. Ἄν ἦταν δυνατόν, πρίν ἀπ᾽ τό σταμάτημα στή στάση.
Νά κατεβεῖ. Νά μήν ἀκούει, νά μήν ἀκούσει, μήπως ξανάρχιζαν, τό τραγούδι πού
δέν τό ἄντεξε.
Καί τό ξανάρχισαν.
...Κι ὡς θά ᾽σαι μέσα μας, ἔλεγαν στόν Χριστό,
κι ὡς θά᾽ σαι μέσα μας ἄς λάμπει φωτεινό
τό ἄστρο στῶν ματιῶν μας τό γαλήνιο οὐρανό.
Μέσ᾽ στίς ψυχές μας τό φῶς Σου σά θά δεῖ
ἴσως κινήσει κάποιος, Θεέ μου, νά Σέ βρεῖ...
Γιατί τούτη ἡ ἀνατριχίλα στό κορμί του;
Δέν ἦταν ἀπ᾽ τίς ἀραιές χιονονιφάδες πού ἀργόπεφταν ἔξω, ἀφοῦ μέσα ἦταν
ζεστασιά. Δέν ἦταν κι ἀπ᾽ τό κρύο πού μπῆκε μέ τό ἄνοιγμα τῆς πόρτας σέ λίγο.
Κατέβηκε ἀσυνείδητα, ἀνασαίνοντας βαθιά καί βγάζοντας ἀχνό μέ τήν ἀνάσα του
πολύ.
Ποῦ νά προσέξει τά λαμπροστολισμένα μαγαζιά στό πεζοδρόμιο; Ποῦ νά
διακρίνει τόν χαρούμενο κόσμο πού πηγαινοερχόταν μέ γεμάτες τσάντες καί δέματα
στά χέρια;
Αὐτός ἕνα μόνο εἶχε μπροστά του. Τό φοβερό ἐρώτημά του: Δέν ἦταν βέβαιο πώς
εἶχε χάσει τό Θεό; Τόσα χρόνια χωρίς τή σκέψη Του. Τόσα χρόνια χωρίς τή θύμιση
ἀπ᾽ τίς ἐντολές Του. Τόσα χρόνια μέ ἀσέβειες, μέ εἰρωνεῖες, μέ τήν προτίμηση
τοῦ σκοταδιοῦ.
Τοῦ φάνηκε πώς δέν εἶχε κατεβεῖ ἀκόμη ἀπ᾽ τό λεωφορεῖο. Βέβαια δέν εἶχε
κατεβεῖ, ἀφοῦ... Ἀφοῦ ἄκουγε πάλι καθαρά, μέ τ᾽ αὐτιά του τίς μελωδικές φωνές:
Μέσ᾽ στίς ψυχές μας τό φῶς Σου σά θά δεῖ
ἴσως κινήσει κάποιος, Θεέ μου, νά Σέ βρεῖ...
Εἶχε κατεβεῖ. Εἶχαν κατεβεῖ καί τά παιδιά. Καί ἕνας ἀκόμη ἐπιβάτης τοῦ
λεωφορείου, πού τά εἶχε ἀκούσει καί πού τούς ζήτησε νά ξανατραγουδήσουν πάλι
ἐκεῖ στήν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ του κοντά στή στάση τό ὡραῖο τραγούδι τους.
Τό πηδηχτό κατέβασμά τους ἀπ᾽ τοῦ μαγαζιοῦ τό σκαλοπάτι τόν ἔφερε στήν
πραγματικότητα. Στήν πραγματικότητα, τυλιγμένη τώρα ἀπό ἑνός δακρύσματος τό
θάμπωμα.
Λοιπόν, μήπως αὐτός ὁ κάποιος ἔπρεπε νά γίνει ὁ ἑαυτός του; Ἄχ, μάνα!
Τοῦ φάνηκε πώς μετά τό τραγούδι τους, δυνατή εἶχε ἀκουστεῖ κι ἡ φωνή τῆς
μητέρας του. Ὅπως τότε...
— Παιδί μου!
Γιάννη μου! Ψάξε! Θά Τόν βρεῖς παντοῦ τόν Θεό!
Βρόντηξε μέ ὀργή τήν πόρτα ἐκεῖνος τότε ἀντί γιά ἄλλη ἀπάντηση στήν κραυγή
της. Κι ἔφυγε. Ἔφυγε ἀναζητώντας τήν ἐλευθερία του μακριά ἀπό συμβουλές.
Ὤ, μέ πόσα δεσμά τόν εἶχε τυλίξει αὐτή ἡ ἐλευθερία! Μέ πόση ταραχή,
ἀναζητήσεις, ἀγωνίες, ἀνειρήνευτες μέρες! Μέρες, ὅσες ἀπό τότε πού ἔφυγε...
Καμπάνισαν ἐλαφρά τά τριγωνάκια πλάι του, καθώς τά παιδιά εἶχαν σταθεῖ στή
στάση περιμένοντας ἄλλο λεωφορεῖο.
Τά κοίταξε μέ ζήλεια πού μποροῦσαν νά λένε «μέσ᾽ στίς ψυχές μας τό φῶς Σου
σάν θά δεῖ...». Εἶχαν φῶς στά μέτωπα, στά μάτια, καί στήν καρδιά τους κατάλαβε.
— Πῶς τόν βρίσκει
κανείς τόν Θεό; ρώτησε τραχιά τόν κοντινό του νεαρό.
— Ἀναπνέοντας!
πετάχτηκε ὁ μικρότερος. Θά μποροῦσε κανείς νά ἀναπνεύσει καί νά ζήσει, ἄν δέν
εἶχε δώσει ὁ Θεός τόν ἀέρα, τό ὀξυγόνο, τούς πνεύμονες;
— Κοιτώντας,
πρόσθεσε ἄλλος. Θά ἔβλεπε κανείς τίποτα ἄν δέν εἶχε πλάσει τήν ὡραία φύση καί
δέν τοῦ εἶχε χαρίσει τά μάτια;
— Μά πιό πολύ,
βαδίζοντας καί ἀναζητώντας στήν ἐκκλησιά κάποιο πνευματικό, εἶπε ἀργά ὁ
κοντινός – μαθητής Λυκείου ἔμοιαζε. Ἐκεῖ θά βρεῖ τήν ἄπειρή Του ἀγάπη.
— Ἀγάπη; Καί γιά
ἐκείνους πού ἔφυγαν μακριά Του;
— Γιά ὅλους! Αὐτό
δέν εἶναι τό Ὄνομά Του; Ἐμμανουήλ! Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Μαζί μέ ὅλους ἐμᾶς
τούς ἀνθρώπους.
Ἦρθε τό λεωφορεῖο καί τά παιδιά μπῆκαν χαρούμενα. Κι ἐκεῖνος σκέφτηκε,
σκέφτηκε...
Εἶχε σουρουπώσει, ὅταν ἔμπαινε στό σπίτι του ξανά ὕστερα ἀπό τόσο καιρό.
— Μητέρα, καλά
Χριστούγεννα, εἶπε. Εἶχες δίκιο. Ὁ Θεός εἶναι παντοῦ. Καί πιό πολύ ἡ ἀγάπη
Του...
Ἀλίκης Καφετζοπούλου
ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ
για τη ζύμη:
- 200 gr σιμιγδάλι
- 1 Kgr αλεύρι
- 400 gr χυμό πορτοκάλι
- 400 gr σπορέλαιο
- 180gr ελαιόλαδο
- 50gr άχνη
- 0,5 κ.γλ. γαρύφαλλο
- 2 κ.γλ. κανέλα
- 0,25 κ.γλ. μοσχοκάρυδο
- 1 κ.γλ. σόδα (τη διαλύουμε μέσα στο χυμό)
- ξύσμα από 2 πορτοκάλια
- λίγο κονιάκ
για το σιρόπι:
- 500 gr νερό
- 800 gr ζάχαρη
- 150 gr μέλι
- 1 πορτοκάλι κομμένο στη μέση
- 2-3 στίκ κανέλα και 3 γαρύφαλλα
- καρύδια τριμμένα για πασπάλισμα
και
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
με ό,τι έχετε στο σπίτι μπορείτε να τα φτιάξετε και να στολίσετε το δένδρο, ή το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή ακόμη και ένα παράθυρο ή ένα διάδρομο!
κόβουμε το ίδιο σχέδιο 12 φορές ή και λιγότερες αν δεν έχουμε τόσο χαρτόνι και τα κολλάμε μεταξύ τους το μισό του πρώτου ε το μισό του δεύτερου και το μισό του δεύτερου με το μισό του τρίτου κ.ο.κ.
θα χρειαστείτε
- χαρτόνια
- χάνδρες
- χρυσό κορδόνι
- κόλα
- και... μεράκι