Τούτες τις μέρες που περιμένουμε την εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου, ετοιμάζονται γιορτές, γίνονται δοκιμαστικές παρελάσεις στα σχολεία.
Η σκέψη μου γυρίζει σε κείνους τους Έλληνες που πίστευαν και περίμεναν το ανθρωπίνως αδύνατο. Σκέφτομαι κείνους τους Έλληνες που ονειρεύονταν, δούλευαν, υπέφεραν και ήλπιζαν, πίστευαν και αγωνίζονταν.
Είχαν την ελπίδα τους στον Θεό.
Θυσίαζαν τη ζωή τους για την πίστη τους.
Περίμεναν την ανάσταση του Γένους.
Θυσίαζαν τη ζωή τους για την πίστη τους.
Περίμεναν την ανάσταση του Γένους.
ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
Η παράδοση αυτή δείχνει
τη μεγάλη πίστη του ελληνικου λαου στην ανάσταση του Γένους
Κοντά στό Μυστρά σ’ ένα οροπέδιο, όπου κάτω
φαίνεται όλη η Σπάρτη, βρισκόταν πρίν μερικά χρόνια ένα ψηλό κυπαρίσσι του
τόπου.
Τώρα δέν υπάρχει πιά.
Κάποιος άναψε φωτιά εκεί κοντά, χωρίς νά
σκεφτεί τό καημένο το γέρικο δέντρο, και οι σπίθες έπεσαν επάνω του κι έπιασε
φωτιά και κάηκε.
Αυτό το κυπαρίσσι φυτεύτηκε πολύ περίεργα.
Όταν οι Τουρκοι ήταν ακόμη στον τόπο μας, ένας
μεγάλος πασάς ήρθε μια μέρα σ’ αυτό το μέρος να πάρη τον αέρα του. Έδωσε
διαταγή στους δούλους του να του ψήσουν ένα αρνί στη σούβλα και κάθισε εκεί κι άρχισε
να τρώει.
Είχε μαζί του ένα νέο βοσκό, χριστιανό, που τον
υπηρετουσε και καθώς το παιδί στεκόταν εκεί πάνω και κοίταζε αυτό το έκτακτο
θέαμα, τους κάμπους με τα δέντρα, τα τρεχούμενα νερά και τα βουνά τριγύρω, αναστέναξε
βαθιά.
Ο πασάς τον άκουσε και ρώτησε:
— Τι έχεις, Ελληνόπουλο; γιατί αναστενάζεις έτσι;
— Και πως να μην αναστενάζω έτσι, αφέντη;
— Τι σου χάλασε τήν καρδιά;
— Και πως να μην κλαίει η καρδιά μου, όταν
ξέρω πως όλος αυτός ο ωραίος τόπος και αυτά τα τρεχούμενα νερά και τα βουνά ήταν
δικά μας μιά φορά, πως εσείς και οι πατέρες σας μας τα πήρατε;
— Έτσι το ήθελε ο Αλλάχ.
— Μα όχι για πάντα, είπε το Ελληνόπουλο,
γιατί οι γέροι μας λένε, και όπως μας βλέπει ο Θεός, εγώ πάντα τρέφω την
πεποίθηση πως με τον καιρό πάλι δικά μας θα είναι!
Ο πασάς οργίστηκε.
— Βρε ανόητε, φώναξε, τι κουταμάρες είναι αυτές,
που λες;
Καί αρπάζοντας τη σούβλα που είχε ψηθή το αρνί
και μαύρη όπως ήταν, την έμπηξε με όλη του τη δύναμη στη γη.
— Να! φώναξε. Το βλέπεις αυτό; λοιπόν αν αυτό
το καμένο ξερόκλαδο βγάλει κλαδιά και φύλλα, τότε μπορείς να τρέφεις την ελπίδα
ότι οι δικοί σου θα ξαναπάρουν αυτόν τον τόπο!
Και να! Τήν άλλη μέρα η σούβλα είχε ριζώσει
και βλάστησε και μεγάλωσε, έγινε το ψηλό κυπαρίσσι, που ήταν εκεί για τόσα
χρόνια από πάνω από τον κάμπο της Σπάρτης.
Κι αυτό το Ἑλληνόπουλο ήταν ένας από κείνους
που πολέμησαν, για να ξαναπάρουν τον τόπο μας κι όταν ήταν πάλι ελεύθερη η Ελλάδα,
έφερνε τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του κάτω από το κυπαρίσσι και τους
έλεγε πως φύτρωσε».
Ιουλία Δραγούμη