Σήμερα άρχισαν στην πόλη μας στη Ν. Ορεστιάδα οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις με γενικό τίτλο ΑΓΓΕΛΩΝ ΦΩΣ. Άναψαν τα φωτάκια στο χριστουγεννιάτικο δένδρο με πολλά τραγούδια. Πολλή χαρά φώτιζε τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Είναι πάρα πολύ όμορφα όλα.
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τίτλος
ΑΓΓΕΛΩΝ ΦΩΣ
και θυμήθηκα μια ιστορία που είχα διαβάσει πριν χρόνια σε κάποιο περιοδικό την ιστορία του αγγέλου που απέμεινε στη γη, γραμμένη από μια γνωστή και αγαπητή συγγραφέα, τη Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη. Θέλω να τη μοιραστώ μαζί σας.
προετοιμασία 17ης Δεκεμβρίου
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΥ ΑΠΕΜΕΙΝΕ ΣΤΗ ΓΗ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη Γη ένα παιδί.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στον ουρανό ένα αγγελάκι. Το παιδί δεν γνώριζε τον
άγγελο. Ούτε ο άγγελος ήξερε τίποτε για το παιδί. Το παιδί ζούσε έξω από τη
Βηθλεέμ σε ένα χάνι. Ο άγγελος ζούσε το πρωί σε μια ηλιαχτίδα, το βράδυ σε μια
ασημένια κλωστή του φεγγαριού. Ο άγγελος ήταν καλός. Καλός σαν άγγελος. Το
παιδί ήταν ένα κακό παιδί. Τίποτε άλλο, ένα κακό παιδί. Και οι δύο εργάζονταν
αυτόν τον καιρό πάρα πολύ. Το κακό παιδί με γκρίνια. Ο άγγελος με τραγούδι.
Το παιδί
Το παιδί είχε να υπηρετεί πολύ κόσμο, που
έφτανε αυτές τις μέρες στη Βηθλεέμ. Δε σταματούσε από την ώρα που έσκαγε ο
ήλιος ως αργά τη νύχτα. Πριν λαλήσουν τα κοκόρια, έπιανε τον κουβά και τραβούσε
για το πηγάδι. Έπεφτε εύκολα ο κουβάς στο βαθύ πηγάδι, λες κι βιαζόταν να
ανταμώσει το νερό. Τέντωνε ο κουβάς το σκοινί, γέμιζαν πληγές οι παλάμες του
παιδιού, που αγωνιζόταν να τον συγκρατήσει. Το παιδί φοβάται. Φοβάται, γιατί
έχει ακόμα στα πόδια του τα σημάδια, που τα απόχτησε, όταν μια μέρα του έφυγε ο
κουβάς από τα χέρια, θύμωσε πολύ το αφεντικό -θυμάται-, τον έδειρε, τον μάτωσε
και έμειναν τούτα τα σημάδια.
Ο κουβάς γεμάτος είναι βαρύς. Το παιδί
ιδρώνει, όπως σιγά, σιγά τραβάει προς τα πάνω το σκοινί. Κάθεται λίγο να
ξεκουραστεί, κι ύστερα πηγαίνει να πλύνει τις αυλές, να καθαρίσει τα τραπέζια
του πανδοχείου, να καθαρίσει την κουζίνα. Φέρνει προσανάμματα και ξύλα από την
αυλή, ανάβει τη φωτιά, δουλεύει, δουλεύει. Το αφεντικό έχει ξυπνήσει πια,
κατεβαίνει κάτω, γκρινιάζει. Τίποτε δεν του αρέσει από αυτά που έκανε το παιδί.
Το παιδί δε μιλάει, έμαθε πια να μη μιλάει. Μόνο κοιτάζει τον ουρανό.
Στην αρχή έκλαιγε, μα τώρα σκλήρυνε η καρδιά
του κι έγινε κακιά. Παίρνει ξανά τον κουβά και τραβάει να ποτίσει τα ζωντανά
και να ταΐσει. Αυτή η ώρα είναι η πιο όμορφη της ημέρας. Κοιτάζει την αγελάδα,
που έχει τόσο αγαθά μάτια. Έτσι θα ήταν και τα μάτια της μητέρας του, αν
είχε μητέρα. Τρέχει, παίζει με το μοσχαράκι, κυνηγιέται με τα κατσικάκια. Να,
όπως θα έπαιζε με τα αδέρφια του, αν είχε αδέρφια...
Κουβεντιάζει σοβαρά με το άλογο, όπως θα
κουβέντιαζε με τον πατέρα του, αν είχε, βέβαια, πατέρα... Γιατί το παιδί
δεν έχει κανέναν. Έχει μόνο την κακία για συντροφιά. Κρεβάτι στο πανδοχείο δεν
υπάρχει για το παιδί. Κοιμάται στο στάβλο. Αγκαλιάζει την αγελάδα, χώνει το
κεφάλι του κοντά στο άλογο, στριμώχνεται πλάι στο μοσχαράκι και στα κατσικάκια.
Είναι σαν να έχει οικογένεια. Κι είναι τόσο όμορφο να έχεις οικογένεια!
Τώρα, που έφτασε τόσος κόσμος στη Βηθλεέμ μες
στο χειμώνα, μες στο κρύο, το παιδί κουράζεται πολύ. Αργά πηγαίνει για ύπνο, κι
ο φόβος του είναι να μην ξυπνήσει τα ζωντανά. Όλα κοιμούνται, όταν φτάνει. Μόνο
η αγελάδα το περιμένει, όπως περιμένει πάντα το παιδί της η μητέρα!... Δεν
αντέχει το παιδί να γδυθεί, δεν έχει δύναμη να βγάλει τα σαντάλια του.
Κουλουριάζεται όπως είναι κι αποκοιμιέται. Και μες στο βαθύ του ύπνο χαίρεται,
γιατί κλότσησε ένα άλλο παιδί, γιατί κρυφά άνοιξε την κάνουλα και χύθηκε το
κρασί, γιατί έκρυψε τα ρέστα από τη στάμνα που αγόρασε σήμερα, γιατί είπε
ψέματα στο αφεντικό. Κοιμάται αγκαλιά με την κακία του κι ευχαριστιέται.
Ο άγγελος
Το αγγελάκι, πάλι, αυτές τις μέρες δεν
προλαβαίνει να κλείσει μάτι. Πάνε τα παιχνίδια που έκανε με τις ηλιαχτίδες,
πάνε οι κουβεντούλες του οι βραδινές με τις λεύκες και τις πηγές. Το αγγελάκι,
όπως όλοι οι άγγελοι στον ουρανό, ετοιμάζεται για το μεγάλο βράδυ. Το βράδυ που
ο θεός θα γεννηθεί κάτω στη γη. "Τι ευλογημένη είναι η νύχτα!"
αναστέναξε ο ήλιος. "Γιατί;" ρώτησε παραξενεμένο το αγγελάκι. "Γιατί
θα δει το θαυμαστό μοναδικό αστέρι! Το αστέρι το χριστουγεννιάτικο".
Το αγγελάκι ήθελε να ακούσει κι άλλα. Του
άρεσαν οι ιστορίες που έλεγε ο ήλιος. Μα η ώρα είχε περάσει και τον περίμεναν
οι άλλοι άγγελοι στη χορωδία. Μέρες τώρα μάθαιναν τους ύμνους, που θα έλεγαν
την Άγια νύχτα. Το αγγελάκι τραγουδούσε γλυκά και, όταν έλεγε τον "Δόξα εν
υψί-τοις θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία", σταματούσε ακόμα
κι ο αγέρας για να το ακούσει. Είχε πραγματικά αγγελική φωνή. Τραγουδούσε κι
αναρωτιόταν το αγγελάκι: "Σε ποιο παλάτι θα γεννηθεί, άραγε, ο Κύριος μας;
Σε ποια σπουδαία πολιτεία ; Τι χρυσές κούνιες του ετοιμάζουν οι άνθρωποι ;
Ποιες τεχνήτρες υφαίνουν τώρα τα σκεπάσματα του ; Τι μετάξια θα στρώσουν στο
κρεβάτι του ;" Είχε αρχίσει να γέρνει ο ήλιος. Οι τελευταίοι ταξιδιώτες
έφταναν και τακτοποιούνταν στα σπίτια. Η μικρή πολιτεία της Βηθλεέμ χώρεσε
τόσους, που κανείς δε φανταζόταν πως θα χωρούσε. Ούτε κρεβάτι, ούτε σκαμνί δεν
έμεινε άδειο. Το παιδί έσερνε τα πόδια του από την κούραση. Τα ματόφυλλά του
έκλειναν από τη νύστα. Κουράγιο, σε λίγο θα έρθει η ώρα να ξαποστάσει πλάι στα
ζωντανά, στη γωνιά του. Είχε αρχίσει να γέρνει ο ήλιος...
Οι τελευταίοι ταξιδιώτες
Πίσω από τις ελιές φάνηκαν ένας άντρας και μια
ετοιμόγεννη γυναίκα. Η γυναίκα ήταν πάνω σε ένα κουρασμένο, κατασκονισμένο
γαιδουράκι. Ο άντρας κρατούσε έναν μπόγο και το ραβδί του και βαστιόταν από το
ζωντανό. Είχε αρχίσει να γέρνει ο ήλιος, σαν έφτασαν στη Βηθλεέμ ο Ιωσήφ και η
Μαρία. Κι η Βηθλεέμ δεν είχε ούτε σκαμνί ελεύθερο. Είχε αρχίσει να γέρνει ο
ήλιος, όταν το αγγελάκι είπε για τελευταία φορά με τη χορωδία των αγγέλων το
"Δόξα εν υψίστοις θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία". Το
είπαν τόσο ωραία, που ο ήλιος αργοπόρησε, για να το ακούσει όλο. Οι άγγελοι της
νύχτας είχαν φύγει κιόλας. Πήγαν να φέρουν το πιο λαμπρό αστέρι, που θα φώτιζε
αυτή τη νύχτα. Το αγγελάκι δεν είχε τώρα δουλειά. Έριξε τη ματιά του κάτω στη
γη, κι εκεί, σε μια γωνιά της Γης, στη Βηθλεέμ, είδε τους δύο ταξιδιώτες, την
Παναγία και τον Ιωσήφ. "Η μητέρα του Κυρίου και Θεού μου!" μονολόγησε
σαστισμένο. Έψαξε να ιδεί παλάτι εκεί κοντά. Δεν είχε τίποτε. Σπίτια μικρά,
φτωχικά, αυτό μόνο είδε. "Κι ο Κύριος μου που θα γεννηθεί;"
αναρωτήθηκε το αγγελάκι. Κατέβηκε πιο κάτω, από τις στέγες των σπιτιών, κι
άκουσε πως δεν υπήρχε ούτε δωμάτιο, ούτε κρεβάτι για την ετοιμόγεννη Μαρία. Μα
όπου νάναι φτάνει το λαμπρό αστέρι! Όπου νάναι θα έρθουν και οι μάγοι! Η ώρα
φτάνει που θα ψάλουν οι άγγελοι τη Γέννηση του θεού ! Κατέβηκε ακόμα πιο κάτω
το αγγελάκι και ακολούθησε το ζευγάρι μέσα στους σκοτεινούς δρόμους της
Βηθλεέμ.
Ο άγγελος και το παιδί
Εκείνη την ώρα αντάμωσαν ο άγγελος και το κακό
παιδί. Το παιδί γύριζε κατάκοπο στο στάβλο, που κοιμόταν. Σήμερα είχε κλέψει κι
άλλα τάλιρα από το αφεντικό του και τους ταξιδιώτες. Σε τόση φασαρία ποιος να
τον πάρει είδηση... Έσπασε κι ένα κιούπι και είπε ψέματα, πως το έσπασε ο άλλος
παραγιός. Καλά, σκέφτηκε το κακό παιδί, καλά τα κατάφερα! Να, πάει τώρα να
χωθεί πλάι στα ζωντανά του. Κάνει τόσο κρύο απόψε ! θα ρίξει κι άχυρα πάνω του,
να ζεσταθεί λιγάκι. Από την κούραση περπατάει αργά, λες και σέρνεται στο
λασπωμένο δρόμο. Πόσο μακριά είναι ο στάβλος! Αχ, να ήταν πουλί να πέταγε! Κι
εκεί, στη σκοτεινιά, σκόνταψε πάνω στους δύο ξένους. Δεν έβλεπε τίποτε, γιατί ο
ουρανός δεν είχε ούτε ένα αστέρι. Πως όμως είδε τόσο καθαρά τα μάτια της
γυναίκας; Ήταν γλυκά, πονετικά και τον κοίταζε κι εκείνη σαν να ήταν μάνα
του, ναι, σαν μάνα του. Δεν ακούστηκε τίποτε. Πως όμως άκουσε τη φωνή της, που
του έλεγε πως είναι κουρασμένη και πρέπει κάπου να ακουμπήσει ; Δεν την είχε
ξαναδεί τούτη τη γυναίκα. Κι όμως ήταν σίγουρος πως ήξερε για το σταμνί, για τα
λεφτά, για τα όσα είχε κάνει. Της άπλωσε το χέρι, την έπιασε μαλακά μαλακά, κι
η κούραση του έφυγε. Σαν ξένο πανωφόρι γλίστρησε από πάνω του κι έφυγε η κακία.
Και μες στη σκοτεινιά την πήγε εκεί που έμενε αυτός: πλάι στην αγελάδα, στο
κατσικάκι, στα προβατάκια,στο άλογο. Έστρωσε κάτω λίγα άχυρα. Βολεύτηκε η
γυναίκα. Τότε ήταν που ο άγγελος αγκάλιασε το μικρό παιδί. Όταν γεννήθηκε ο
Κύριος, το αγγελάκι έλειπε από τη χορωδία. Δεν πρόλαβε να ανεβεί στον ουρανό. Μέσα
από το παιδί, από τη Γη, τραγούδησε το "Δόξα εν υψίστοις". Κι έμεινε
από τότε εδώ κάτω στη Γη. Κι όταν κάποιος κάνει αυτό που πρέπει, ακούει το
αγγελάκι να τραγουδάει μέσα στην ψυχή του.
Και τραγουδάει τόσο όμορφα... να, σαν άγγελος.
της
Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη