Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΕΘΝΙΚΉ ΓΙΟΡΤΉ


25 Μαρτίου 1821




25 Μαρτίου 2016




καλημέρα και χρόνια πολλά
να ζήσουμε και να χαιρόμαστε την πατρίδα μας!
ναι, δε θα το βάλουμε κάτω... δεν σκύβουμε το κεφάλι... οι Έλληνες
μόνο γονατίζουμε μπροστά στο μεγάλο γεγονός του Ευαγγελισμού...
σήμερον της σωτηρίας μας το κεφάλαιο...
σήμερον το από αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις...
σήμερον και μεις με τον αρχάγγελο Γαβριήλ αναφωνούμε:
Χαίρε Κεχαριτωμένη
μείνε μαζί μας σήμερον, σε χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ
Βαγγελίστρα μου, Παναγιά μου, βοήθα μας...!

και μην ξεχνάτε σήμερα τη θεατρική παράσταση 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Συγνώμη

Συγνώμη...


καλησπέρα σας
Και καλή Σαρακοστή!
Σήμερα, Κυριακή βράδυ της Τυρινής.
Εσπερινός της συγχώρεσης και η Εκκλησία μας στο στάδιο αρετών που ανοίγεται μπροστά, μάς βάζει στην ατραπό της συγχώρεσης.
Ή λέξη συγνώμη είναι τόσο δύσκολη. Είναι πολύ πιο εύκολο να μάθεις μιά ξενη γλώσσα και να τη μιλάς με ευκολία αλλά είναι τόσο δύσκολο να προφέρεις τούτη τη λέξη. Πολύ περισσότερο να νιώθεις την ανάγκη να τη ζητήσεις.
Και αν θέλεις να έχεις ειρήνη και γαλήνη στην ψυχή σου τότε τόλμησε, ζήτα το έλεος του Θεού, τη συγχώρεσή Του.

ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

ένα ζεστό καρβέλι ψωμί

βιβλιοπαρουσίαση 

επειδή κουραστήκαμε όλοι να μιλάμε και να αγωνιούμε για την κρίση που περνάμε, καλό είναι να διαβάζουμε ιστορίες σαν την παρακάτω... Γιατί ο Ουρανός πάντα χαμογελάει...!
κι αν σύννεφα μας κρύβουν το χαμόγελό του, ας μην αποκάμουμε.
αν δεν μπορούμε να τα διώξουμε, μπορούμε να περιμένουμε με υπομονή... θα φύγουν 

Ένα ζεστό καρβέλι ψωμί


Σε ένα από τα µεγάλα µοναστήρια στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πριν φύγει για την έρηµο, ο άγιος Ονούφριος.
http://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2015/10/psomi1.jpgΝεογέννητο µωρό ήταν, όταν τον έφερε και τον άφησε στο µοναστήρι ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Περσίας, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη.
Μέχρι ο µικρός Ονούφριος να γίνει τριών χρονών ερχότανε στο µοναστήρι κάθε µέρα µιαν ελαφίνα και τον θήλαζε. Ζούσε σαν µοναχός κι εκείνος ανάµεσα στους µοναχούς, ακολουθώντας τις νηστείες και µετέχοντας στη λειτουργική ζωή µε προθυµία. Μέσα από τα παιδικά του µάτια τα έβλεπε όλα ετούτα σαν να ήταν ένα ατέλειωτο παιχνίδι. Οι πατέρες του µοναστηριού τον αγαπούσαν πολύ και ο ηγούµενος είχε δώσει εντολή στον τραπεζάρη να του δίνει φαγητό, όποτε ο µικρός Ονούφριος του ζητούσε, γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες που έχει ένα παιδί όταν βρίσκεται στην ανάπτυξη. Έχοντας ετούτο το προνόµιο ο µικρός Ονούφριος πήγαινε µε θάρρος και ζητούσε από τον τραπεζάρη, τον πατέρα Ευλόγιο, φαγητό. Κι έπαιρνε άλλες φορές φρούτα, άλλοτε ελιές, συχνά ψωµί και πότε-πότε µέλι, που του άρεσε ιδιαίτερα.
Κάποια στιγµή όµως ετούτη η επίσκεψη στην κουζίνα άρχισε να γίνεται όλο και πιο συχνή, πράγµα που έκανε εντύπωση στον τραπεζάρη.
– Κάποιο ζώο θα ταΐζει ο Ονούφριος, σκέφτηκε κι αποφάσισε να τον πάρει στο κατόπι να δει τι κάνει το ψωµί που παίρνει.
http://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2015/10/kalogeros_1.jpgΈτσι λοιπόν µια µέρα, όταν ο µικρός Ονούφριος βγήκε από την κουζίνα κρατώντας το ψωµί του, ο πατήρ Ευλόγιος τον ακολούθησε. Με έκπληξη τότε τον είδε να µπαίνει µέσα στον ναό και να κλείνει πίσω του την πόρτα. Αθόρυβα και γρήγορα ο καλόγερος σκαρφάλωσε πάνω σ’ ένα τοιχάκι και από το πλαϊνό παράθυρο κοίταξε µέσα στην εκκλησιά. Βλέπει τότε τον Ονούφριο να πλησιάζει στο τέµπλο, να στέκεται µπρος στην εικόνα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας και, απλώνοντας ανοιχτά την παλάµη του µε το ψωµί, να λέει στον µικρό Χριστό:
– Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, μιας και δεν σου δίνει κανείς να φας.
Τότε ο µικρός Χριστός άπλωσε το χεράκι Του, πήρε την φέτα του ψωµιού και, όπως το µάζεψε ξανά, εκείνη εξαφανίστηκε µέσα στην εικόνα.
Όταν τα είδε αυτά ο πατήρ Ευλόγιος σάστισε. Σαν τρελός πήγε τρέχοντας στον ηγούµενο και του τα διηγήθηκε όλα µε κάθε λεπτοµέρεια.
– Άκουσε καλά τι θα κάνεις, του είπε χαµογελώντας ο ηγούµενος. Δεν θα του ξαναδώσεις ψωµί. Κι αν εκείνος σε παρακαλέσει, τότε να του πεις να πάει να ζητήσει ψωµί από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζε.
Την άλλη µέρα, όταν στάθηκε ο Ονούφριος µπρος στον τραπεζάρη για να του ζητήσει λίγο ψωµί, η απάντηση τον έκαµε να σκύψει λυπηµένος το κεφάλι του.
– Δεν σου δίνω, του είπε ο πατήρ Ευλόγιος. Αν θες ψωµί να πας να ζητήσεις από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζες.
Πέρασαν έτσι δυο-τρεις µέρες κι αφού ο Ονούφριος είδε πως δεν του έδιναν πια ψωµί, πήγε στην εκκλησιά και στάθηκε λυπηµένος µπρος στην εικόνα της Παναγιάς. Με θλίψη τότε λέει στον µικρό Χριστό που κρατούσε στην αγκαλιά της.
– Μέρες τώρα πάω να γυρέψω ψωµί στον τραπεζάρη κι εκείνος δε µου δίνει. Μου λέει µάλιστα να πάω να ζητήσω ψωµί από Εκείνον, που τόσον καιρό τώρα τάιζα. Γι’ αυτό κι εγώ ήλθα…
http://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2015/10/Onoyfrios_kid.jpgΣαν τέλειωσε το παράπονό του, βλέπει τον µικρό Χριστό ν’ απλώνει το χεράκι Του και να του δίνει ένα µεγάλο και ζεστό καρβέλι ψωµί. Το χεράκι του Χριστού βγήκε από την εικόνα κι απόθεσε το ψωµί στα χέρια του παιδιού.
Ο πατήρ Ευλόγιος, ο τραπεζάρης, που κατά την εντολή του γέροντα παρακολουθούσε κατά πόδας τον µικρό Ονούφριο και είχε γίνει η σκιά του, είδε τα όσα έγιναν σκαρφαλωµένος πάνω στο πλαϊνό παράθυρο της εκκλησιάς και λίγο έλειψε να πέσει λιπόθυµος καταγής. Ο Ονούφριος πήρε το ψωµί γεµάτος χαρά στην αγκαλιά του. Το καρβέλι ήταν πολύ µεγάλο και µε δυσκολία το σήκωνε. Μοσχοµύριζε µάλιστα τόσο ωραία, που η µυρωδιά του σκορπίστηκε σε όλο το µοναστήρι κι έκαµε τους πατέρες να βγουν από τα κελιά τους και να αναζητήσουν από πού έρχεται αυτή η ωραία µυρωδιά του φρεσκοψηµένου ψωµιού. Με έκπληξη είδανε τότε τον Ονούφριο να βγαίνει από την εκκλησία κρατώντας το μεγάλο καρβέλι, προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος πάνω στα µικρά του χέρια. Αµέσως δυο µοναχοί έτρεξαν και τον βοήθησαν να το φέρει στην τράπεζα.
Για µέρες πολλές ολόκληρη η αδελφότητα έτρωγε και χόρταινε απ’ το ευλογηµένο εκείνο ψωµί. Για τον µικρό Ονούφριο ήτανε σίγουρα µια πρόγευση του άρτου, που ο Χριστός θα τον έτρεφε στην έρηµο, όταν σαν ερηµίτης θα ζούσε εκεί για εξήντα ολόκληρα χρόνια.
 Άννα Ιακώβου
Εικόνες: Αγγελική Δελεχά
http://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2015/10/book_ex.jpg


Η ιστορία περιέχεται στο βιβλίο της Άννας Ιακώβου,
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άθως Παιδικά

Πρόκειται για ένα νέο βιβλίο των παραπάνω εκδόσεων, που είναι γνωστές για την προσεκτική προσέγγιση των παιδιών με την ορθόδοξη παράδοση μέσα από εκλεκτά παιδικά αναγνώσματα. Εκτός από την παραπάνω, μπορείτε να διαβάσετε άλλες δέκα ιστορίες, με τις οποίες γελάει ο ουρανός.


θα το βρείτε στην Ορεστιάδα, 
στο βιβλιοπωλείο της Χριστιανικής Εστίας (Ευριπίδου 77)

απογεύματα Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης, Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής 




Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

βιβλιοπαρουασιάσεις

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

νέες εκδόσεις


ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ

 (Η ΑΓΙΑ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑ)



 

Η μαρτυρική Εκκλησία της Καρχηδόνας διέγραφε νικηφόρα την πορεία της. Η ειδωλολατρική πλάνη, η οποία λυσσωδώς την πολέμησε στηριγμένη στη δύναμη της ρωμαϊκής πυγμής, δεν κατάφερε παρά να φανερώσει γι’ ακόμη μια φορά την ακατάλυτη υπεροχή της. Και καθώς το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται, ένα φως δυνατό απλωνόταν κυρίαρχα στον ουρανό της μέχρι πριν κατείδωλης πόλης.
   
 Ήταν το φως της δόξας του Ιησού Χριστού που λίγο πριν αιχμαλώτισε την ψυχή της ευγενικής αρχόντισσας Περπέτουας. Το ίδιο φως που περιχύθηκε γύρω της σαν λαμπερό στεφάνι πάνω από το ματωμένο ιερό σώμα της, το πληγωμένο από τα στίγματα του μαρτυρίου για την αγάπη του Χριστού....
    Στις σελίδες αυτού του βιβλίου ο συγγραφέας μένει πιστός στην α
ληθινή ιστορία του βίου και του μαρτυρίου της αγίας Περπέτουας, όπως εκτίθεται στις αυθεντικές αρχαίες πηγές. Πρόκειται για μια συγκλονιστική αφηγηματική βιογραφία από τα πρώτα χρόνια της μαρτυρικής διάδοσης του χριστιανισμού.


Τιμή 8 ευρώ




ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ





Στην εποχή μας οι άνθρωποι προχωρούν επιπόλαια και απερίσκεπτα σε σύναψη δεσμών που είναι εύθραυστοι και παροδικοί. Επιλέγουν μορφές συμβίωσης που δεν έχουν την ευλογία του Θεού και γι αυτό διαλύονται εύκολα και τους αφήνουν πικραμένους και αθεράπευτα τραυματισμένους.
Σ’ αυτή την εποχή η ανάγκη είναι επιτακτική: να μείνουμε σταθεροί στην πίστη μας και στις άγιες παραδόσεις μας. Να εμπιστευθούμε το τιμόνι της ζωής μας σ’ Αυτόν που κυβερνά τα σύμπαντα. Για να κρατηθεί το κράτος της οικογένειάς μας πάνω από τα ταραγμένα κύματα των δίσεκτων καιρών μας.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Αμφισβήτηση του θεσµού
Έλλειψη συνοχής
Ο κίνδυνος του διαζυγίου
Απόκτηση παιδιών
Η αγωγή και οι εκτροπές τους
τιμή 7 € 

θα τα βρείτε στην Ορεστιάδα, 
στο βιβλιοπωλείο της Χριστιανικής Εστίας (Ευριπίδου 77)

απογεύματα Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης, Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής 

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

νύχτα Τσικνοπέμπτης...

καλημέρα σας

Μετά από πολύ καιρό ήρθε η ώρα να επικοινωνήσουμε και πάλι. 
Σήμερα Τσικνοπέμπτη ο καιρός είναι θαυμάσιος, ο ήλιος λάμπει. Όλα είναι φωτεινά.
Εύχομαι να μείνει η λάμψη και το φως να φωτίζει τα έργα των ανθρώπων ακόμη κι όταν ο ήλιος δύσει. 
Με συγκλόνισε η ιστορία που μου στείλανε γι αυτό κι εγώ τη βάζω σήμερα για όλους μας.

Νύχτα Τσικνοπέμπτης….! Μιά πολύ διδακτική ιστορία…

1360780677_gm_cmf
Νύχτα Τσικνοπέμπτης….!
«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γί­νεται περισσότερο. Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».Αυτά σκεφτότανε ό παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.
– ’Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα.Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.
– Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.
Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο,όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
– Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
– Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυποϋν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
– Ναι, μά απόψε…
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
– Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέ­τοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
‘Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρό­λο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
– Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
– Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γ ιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»
Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.
– Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου;’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρό­μο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του.Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει.Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.
– Συνάδελφε, που πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
‘Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μι­λήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
– Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίτα­ξε χωρίς νά μιλα.
– Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τρά­βηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί…
– Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
– Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.’Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλ­ληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.
Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο.Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;
– Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμά­τη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
– Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και… καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν… δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο…
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
– Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.
Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.
Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
– Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοη­θός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχω­ρήσει ό θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-‘Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινό­ταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός.
Πηγές:inagiounikolaoutouneou.gr – xristianos.gr