Προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα
Στολίσατε χριστουγεννιάτικα; Πάντα υπάρχει ευκαιρία για κάτι ακόμη. Σήμερα σας έχω μια διπλή πρόταση. Στολίδια χριστουγεννιάτικα από ανακυκλώσιμα υλικά και μια παλιά καλή ιστορία.
Προετοιμασία 10ης Δεκεμβρίου
χριστουγεννιάτικη διακόσμηση
Φτιάξτε σπιτάκια φαναράκια από βάζα που έχουν αδειάσει και χρωματιστά χαρτόνια.
υλικά
- βάζα διάφορα μεγέθη
- χαρτόνια άσπρα και χρωματιστά
- κόλα
- κοπίδι, ψαλίδι
- ρεσώ
Η κατασκευή είναι πάρα πολύ εύκολη. Δείτε στις φωτογραφίες παρακάτω αυτά που κάναμε με τα παιδιά στη Χριστιανική Εστία αυτές τις μέρες
Ανάψτε τα ρεσώ και φτιάξτε όμορφη ατμόσφαιρα.
Κάθε Χριστούγεννα, κάθε φορά πού ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά κι ἡ φτωχή ψυχή μου σκύβει νά καταλάβει τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως, τόν Θεό πού ἄδειασε ἀπό τή θεότητά του κι ἔγινε ἄνθρωπος, θυμᾶμαι τήν παλιά ἱστορία...
Τήν ἄκουγα μικρό παιδί ἀπ’ τόν παπποῦ μου, πού γύρισε τόν κόσμο ὅλο κι εἶδε κι ἔμαθε πολλά. Τήν ἔλεγε καί δάκρυζε ὁ παππούς, δακρύζαμε καί τά παιδιά κι ἄς μή καταλαβαίναμε τό πιό βαθύ της νόημα...
Σας προτείνω να τη διαβάσετε.
Ὁ Γέρος καί τά πουλιά
Γέροντας ζοῦσε στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, ζοῦσε μόνος κι ἔρημος, ἔρημος ἀπό συγγενεῖς ἀφοῦ δέν τοὔμενε κανένας πιά στενά δικός σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἔρημος κι ἀπό φίλους ἀφοῦ... λύπες πολλές, τοὔκλεψαν τήν ἐμπιστοσύνη στούς ἀνθρώπους, ...ἔρημος κι ἀπ’ τή ζεστασιά τῆς πίστης. Τοῦ φαίνονταν πώς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μικρύναμε καί τόν Θεό, τόν φτιάξαμε ἄνθρωπο, κι ἀκόμη ἀπροστάτευτο παιδί, πεντάφτωχο καί γεννημένο σ’ ἕνα στάβλο. Ὦ, δέν τόν ἤθελε ὁ γέροντας ἔτσι τόν Θεό, τόν ἤθελε μεγάλο, δυνατό, βασιλιά, κριτή τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἀδύναμο καί περιφρονημένο κι ἄλλοτε λατρεμένο ἀπό μερικούς, μά ἄλλοτε διωγμένο, καί... δέν πίστευε.
Παραμονή Χριστούγεννα, χιονιάς καί παγωνιά κι ἀγέρας θερίζει τό βουνό. Χιονιάς καί παγωνιά κι ἀγέρας θερίζει καί τήν ἄπιστη ψυχή τοῦ γέρου. Καμιά φωνούλα ἀπόμακρη παιδιοῦ πού λέει τά κάλαντα στά σπίτια τοῦ χωριοῦ δέν φτάνει στήν ψυχή του. Κανένα φῶς κεριοῦ πού καίει στήν ἐκκλησιά, μπροστά στά εἰκονίσματα, δέν τή ζεσταίνει. Ἡ ψυχή του γυρίζει σάν τόν ἄνεμο στίς λύπες τῆς ζωῆς του.
Ξάφνου στ’ αὐτιά του, τά συνηθισμένα στούς ἤχους τοῦ βουνοῦ, ἔφτασαν φτερουγίσματα πουλιῶν, χτυποῦσαν τά παράθυρά του πού φώτιζαν ἀπ’ τ’ ἀναμμένο τζάκι. Λαχτάρησε στόν χτύπο τους. Ζητοῦσαν προστασία τά πουλιά, θά πάγωναν ἀπόψε στόν ἀγέρα.
Βιάστηκε, μ’ ὅλη τήν τρυφεράδα τῆς ψυχῆς, τῆς ψυχῆς πού δέν μετράει χρόνια, πού πάντα θέλει ν’ ἀγαπάει, κι ἄνοιξε τό παράθυρο... Μά τά πουλιά τρόμαξαν ἀπ’ τόν γέροντα καί πέταξαν γρήγορα μακριά... Φώναξε, κατάκαρδα περίλυπος, μά πῶς μποροῦσαν τά πουλιά νά καταλάβουν!!!
Κι ὁ γέροντας πεθύμησε ὁλόψυχα νἆταν... πουλί ὅμοιος μ’ αὐτά νά τρέξει, νά φωνάξει, νά τούς πεῖ πώς εἶναι φίλος, πώς τ’ ἀγαπᾶ, πώς λαχταρᾶ νά τά ζεστάνει, νά τά χαρεῖ. Νἆταν πουλί, ὅμοιος μ’ αὐτά, νά τούς φωνάξει...
Ἀπ’ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο ἀκούστηκε γλυκός ἀπόηχος καμπάνας. Καλοῦσε τούς πιστούς στήν Ἐκκλησία. Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α !
Στέκεται ὁ γέροντας κι ἀκούει, πρώτη φορά ἀκούει καμπάνα; ... Πρώτη φορά καταλαβαίνει!... Ἐκεῖ μπροστά στό ἀνοιχτό παράθυρο π’ ἄφησαν τρομαγμένα τά πουλιά, ἔνιωσε ὁ γέροντας Χριστούγεννα, κατάλαβε γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Κατάλαβε γιατί γεννήθηκε ἔτσι ταπεινά, κατάλαβε γιατί ἔκρυψε τή θεότητά του στό ταπεινό μας σῶμα. Γιά νά μήν τρομάξει τόν πεσμένο, τόν πληγωμένο ἄνθρωπο... καί γιά νά τοῦ μιλήσει, γιά νά τοῦ πεῖ πώς εἶναι φίλος, πατέρας, πώς τόν ἀγαπᾶ...