Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Η ιστορια πίσω από το "ευτυχισμένο χωριό"



στον καιρό της πανδημίας ελάτε να πάμε διακοπές στο

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ
Κάποτε σε ένα μικρό χωριό κατοικούσαν άνθρωποι που έβλεπαν μόνο ασχήμια γύρω τους και το κακό στους ανθρώπους. Δεν ήξεραν κάτι άλλο, έβλεπαν μόνο ελαττώματα και λάθη. Ζούσαν μέσα στη μιζέρια, σε απόλυτη δυστυχία. Οι ψυχές τους βάραιναν μέρα με τη μέρα χωρίς καμιά ελπίδα για νιώσουν καλύτερα, επειδή δεν ήξεραν πως ήταν το «καλύτερα». Τα παιδιά δεν είχαν δει ποτέ χαμόγελο, μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι είχαν δει κάποτε όταν ήταν μικροί αλλά κι αυτοί το είχαν ξεχάσει πια.  Οι κάτοικοι των γύρω χωριών το ήξεραν ως το «δυστυχισμένο» χωριό και κανείς τους δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Υπήρχε ο κίνδυνος να είναι μεταδοτική η δυστυχία και αυτή η φήμη έφερε στο χωριό μια σκληρή απομόνωση. 

Μια μέρα πέρασε από το χωριό τους ένας γυρολόγος. Αψήφησε τη φήμη και όσους τον απέτρεπαν και αποφάσισε να πάει στο «δυστυχισμένο χωριό» για να πουλήσει την πραμάτεια του. Ήταν ο πρώτος περαστικός από το χωριό  εδώ και πολλά πολλά χρόνια.  
Οι δυστυχισμένοι τον υποδέχτηκαν με περιέργεια και άφησαν μια χαραμάδα ελπίδας να φωτίσει την καρδιά τους με τη σκέψη πως ίσως να έβρισκαν σε αυτόν τον ξένο ό,τι χρειάζονταν ακόμη κι αν δεν το ήξεραν ότι το χρειάζονταν. 
Άφησαν τις δουλειές τους και  διστακτικά προχώρησαν στην πλατεία εκεί που είχε παρκάρει το φορτηγάκι του. Είχε ανοίξει τις πόρτες και έβγαζε το εμπόρευμά του. Έφτασαν και είδαν έναν χαμογελαστό άνθρωπο και άκουσαν μια χαρούμενη «καλημέρα». Τους φάνηκε τόσο παράξενος άνθρωπος, δεν είχαν ξαναδεί χαμόγελο και χαρούμενο πρόσωπο. Με επιφύλαξη είπαν κι αυτοί καλημέρα με μια γκριμάτσα που ήταν καρικατούρα χαμόγελου… Προχώρησαν με συγκρατημένο θάρρος χαζεύοντας τα διάφορα πιάτα, ποτήρια, υφάσματα, σεντόνια και ό,τι μπορεί να χωρέσει ένα φορτηγάκι. Από τη μια τα διάφορα αγαθά και από την άλλη ο ευγενικός και χαρούμενος εμποράκος έφερε ευφορία στις ψυχές των ανθρώπων. Πολλοί πήραν αυτό που είχαν ανάγκη, άλλοι αγόρασαν με τη σκέψη μιας μελλοντικής ανάγκης, όλοι μα όλοι πήραν φεύγοντας μαζί τους την σκιά της χαράς στα πρόσωπά τους. 
Ο γυρολόγος μας επειδή νύχτωσε αποφάσισε να μείνει τη νύχτα στο χωριό και να φύγει την άλλη μέρα. Οι κάτοικοι που ένιωσαν όμορφα με τα ψώνια τους, έτσι νόμιζαν, είπαν και στους υπόλοιπους πόσα ωραία πράγματα έχει ο γυρολόγος. Και άρχισαν κι αυτοί να νιώθουν καλύτερα, έβλεπαν τους συγχωριανούς τους να έχουν φως στο πρόσωπο και υπολόγισαν πως ήταν από τα ψώνια. Κι ενώ σκέφτονταν τι θα μπορούσαν κι αυτοί να αγοράσουν, μα γιαγιά που είχε ξαναδεί χαρούμενο άνθρωπο όταν ήταν πολύ μικρή αναγνώρισε τη σκιά της χαράς. Σκίρτησε μέσα της, σηκώθηκε εκείνη την ώρα και πήγε στην πλατεία. Βρήκε το γυρολόγο να κάθεται σε ένα σκαμνάκι έξω από το φορτηγό του. πλησίασε και τον χαιρέτισε όπως τότε παλιά με χαμόγελο. 
«καλησπέρα, γιέ μου, καλώς όρισες στο χωριό μας»
«καλώς σας βρήκα, γιαγιά, άργησες να έρθεις και τα μάζεψα τα πράγματα. Πες όμως τι θέλεις και θα ψάξω να σου το δώσω»
«είναι αργά, γιέ μου, να μη σε βάζω σε κόπο. Αύριο αν δεν βιάζεσαι, λέω να τα ανοίξεις πάλι, για να έρθουμε και οι υπόλοιποι για ψώνια. Τι λές;»
«με μεγάλη μου χαρά, να μείνω κι αύριο για όσο χρειαστεί.» είπε και κατάλαβε ακριβώς τι ήθελε να του πει η γιαγιά.
«καληνύχτα, τα λέμε αύριο, γιε μου»
«καληνύχτα, θα σας περιμένω»



Την άλλη μέρα πήγαν όλοι να δούνε, να αγοράσουν, να γνωρίσουν τον άνθρωπο που τόλμησε και ήρθε στο χωριό τους. Τον άνθρωπο που έφερε κάτι φωτεινό. Ήταν εκεί με ανοιχτό το εμπόρευμα, τους περίμενε χαμογελαστός. Καλημέρισαν με μια δόση αναμονής στη φωνή. Καλημέρισε κι εκείνος χαμογελαστός με τον καλό τον λόγο.
«καλημέρα σας, αγαπητοί μου. Περάστε να δείτε να διαλέξετε. Κι αν κάτι δεν έχω μη διστάσετε να μου το πείτε. Θα σας το φέρω την άλλη φορά.»
«θα ξαναέρθετε;» ρώτησε ο μικρός Πετράκης που από χθες κοιτούσε επίμονα μια αλυσίδα αλλά δεν τολμούσε να την αγγίξει.
«θα ξαναέρθω, μικρέ μου, και μόνο για σένα θα ξαναέρθω, μόνο να μου πεις τι θέλεις»
«καλά θα κοιτάξω και θα σου πω» είπε και διστακτικά χαμογέλασε και σκέφτηκε «άραγε πόσο σπουδαίος είμαι που θα έρθει ξανά μόνο για μένα» και το πρόσωπό του Πετράκη έλαμψε. 
«μια χτένα θέλω αλλά αυτή είναι μικρή, είπε η Κατινούλα» που έχει αφάνα μαλλί
«έχω εδώ την κατάλληλη για τα πλούσια μαλλιά σου» είπε ο γυρολόγος
Η Κατινούλα άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή της καλή κουβέντα και καλό λόγο για τα μαλλιά της που ήταν πάντα αιτία για να την κοροϊδεύουν και χάρηκε τόσο πολύ. Πήρε τη χτένα και έτρεχε πέρα δώθε από χαρά.
«αυτή η φόρμα είναι καλή για το χωράι, σε μικρότερο μέγεθος υπάρχει;» ρώτησε ο κυρ Ανέστης  χωρίς να έχει μεγάλες προσδοκίες.
«φόρμα για τον κομψό κύριο έχει και βέβαια έχει, εδώ…»
Ο κυρ Ανέστης κοκκίνισε με τη φιλοφρόνηση κι ένιωσε όμορφα για πρώτη φορά. Σε όλη του τη ζωή τον φώναζαν «κοκαλιάρη». Ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπό του.
Με τον ένα και τον άλλο τρόπο όλοι οι κάτοικοι του χωριού άκουσαν ένα καλό λόγο εκείνη τη μέρα. Μεσημέριασε πολλοί ενδιαφέρθηκαν για το φαγητό του εμποράκου. Κέρδισε ο μικρός Πετράκης που τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην αυλή του σπιτιού όπου η γιαγιά είχε στρώσει τραπέζι για τους δυό τους.  Έφαγαν, γέλασαν και ο εμποράκος τραγούδησε για να ευχαριστήσει και τον Πετράκη και τη γιαγιά του. Οι γείτονες ξαφνιασμένοι μπήκαν κι αυτοί στην αυλή. Κάθισαν μαζί τους, η γιαγιά ευτυχισμένη κερνούσε κι εκείνοι με πρωτόγνωρο κέφι απολάμβαναν την παρέα. 
Αφού καλόφαγαν γύρισαν στην πλατεία για να αποχαιρετίσουν τον γυρολόγο. Μαζεύτηκαν όλοι χαμογελαστοί για το κατευόδιο.
«θα σε περιμένουμε, να μας ξανάρθεις» του είπε ο πρόεδρος που έβλεπε για πρώτη φορά ανθρώπους χαμογελαστούς. Άκουγε γύρω του να λένε για νόστιμα φαγητά, για όμορφα μαλλιά, για καταπληκτικές φόρμες κι έτριβε τα μάτια του. 
Ο γυρολόγος έφυγε μα το φως έμεινε. Άρχισαν να νιώθουν όμορφα και να βλέπουν καλά γύρω τους. Κι ένιωθαν κάτι καινούριο την χαρά, που σιγά σιγά θρόνιασε στις καρδιές τους. Τα χείλη τους λέγανε μόνο καλά λόγια επειδή οι σκέψεις τους ήταν τώρα συνέχεια καλές. Έβρισκαν και έβλεπαν μόνο καλό γύρω τους. Και τολμώ να πω ότι έγιναν ευτυχισμένοι. 
Ο γυρολόγος όπως υποσχέθηκε, ξανάρθε. Δεν έβρισκε την πινακίδα, νόμισε πως έχασε το δρόμο του. Κανείς δε τον είχε ειδοποιήσει πως το «δυστυχισμένο χωριό» είχε αλλάξει. Όταν έφτασε βρήκε ευτυχισμένους ανθρώπους αλλά και περιποιημένη η πλατεία, οι αυλές τους, όλα όμορφα όλα αλλαγμένα ακόμη και το όνομά του χωριού. 
Η πινακίδα έγραφε: «ευτυχισμένο χωριό»  

Μελιτίνη

σήμερα 31 Ιουλίου γιορτάζουν:
  • Όσιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος
  • Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας
  • Άγιοι Δώδεκα Μάρτυρες οι Ρωμαίοι
  • Ανάμνηση Εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου στις Βλαχερναίς και Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυρού
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου
  • Άγιος Ανώνυμος Κρητικός Νεομάρτυρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου