Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ ΑΣΩΤΟΥ


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Μια που βρισκόμαστε στην εβδομάδα του Ασώτου, μια φίλη μου έδωσε το παρακάτω κείμενο από ένα παλιό τεύχος του περιοδικού "Η Δράση μας" να διαβάσω. Είναι πολύ καλό. Θα σας αρέσει κι εσάς. Όσο κι αν περιγράφει την πλευρά του άσωτου γιου της παραβολής, καταλήγουμε να θαυμάζουμε εκφράζοντας και πάλι την ίδια απορία "Τί Πατέρα έχουμε;" 
Αλλά και τη διαπίστωση πως ενώ δεν ξέρουμε κάθε στιγμή αν βρεθούμε στη θέση του μεγάλου ή του μικρού γιου της παραβολής, η στάση του Πατέρα είναι ολόιδια για κάθε παιδί Του!


Η ιστορία ενός άλλου ασώτου
 Βάδιζε με κόπο το δρόμο της επιστροφής. Όσο πλησίαζε, τόσο περισσότερο βάραιναν κι έτρεμαν τα πόδια του. Χτυπούσε πιο γρήγορα τώρα η καρδιά του. Όχι από την κούραση της πεζοπορίας τόσο, όσο από την αγωνία του τολμήματος του επαναπατρισμού.
-Πώς θα με δεχθεί; Πώς να του εξηγήσω; Τι να του πω;
Κάθισε σ' ένα βράχο να ξανασκεφτεί το τόλμημα του. Φύσηξε άξαφνα περισσότερο ο αέρας. Τον κτύπησε στο πρόσωπο. Σκόρπισε μερικά φύλλα στο διάβα του. Μάλλον πλησίαζε βροχή. Σκοτείνιαζε κι ο ουρανός. Σηκώθηκε. Δεν είχε πια νόημα να το ξανασκέφτεται. Άρχισε να ξαναβα­δίζει με περισσότερη αγωνία, αλλά χωρίς να αλλάξει κατεύθυνση.
-Θα πάω κι ό,τι θέλει ας γίνει, μονολόγησε. Χειρότερα από τώρα αποκλείεται να ' ναι.

Μόλις έστριψε περνώντας το μικρό λοφίσκο, φάνηκε το πατρικό του. Η καρδιά του κτύπησε δυνατά, πήγαινε να σπάσει Ήταν ίδιο, έτσι όπως το άφησε. Έτσι όπως το 'φερνε συχνά τον τελευταίο καιρό στη μνήμη του. Κάρφωσε τα δακρυσμένα μάτια του πάνω στο σπίτι του. Θυμήθηκε όταν, έφευγε απ' τον ίδιο δρόμο. Ούτε που 'χε γυρίσει να το κοιτάξει ..

Αρκετά μέτρα πιο μπροστά απ' την εξώπορτα του κήπου διέκρινε κάποι­ον. Κάνας υπηρέτης ή περαστικός, σκέφθηκε. Δυσκόλευαν τα πράγματα. Σφιγγόταν περισσότερο ή καρδιά του. Κοβόταν η ανάσα του σε κάθε του βήτα. Δεν ήθελε να συναντή­σει κανέναν. Ήθελε ν' αποφύγει τα σχόλια της επιστροφής. Δεν ήταν όμως όλα στο χέρι του. Προχώρησε περισσότερο. Ο άλλος ήταν ακόμη εκεί. Στεκόταν ακίνητος. Είχε δρόμο ακόμη για να φθάσει Έλπιζε κι ευχόταν να έφευγε, μέχρι που να φθάσει. Τίποτε. Ο άλλος στεκόταν ακίνητος. Πλησίασε τώρα περισσό­τερο. Άρχισε να διακρίνει καλύτερα τώρα το σπίτι, τον κήπο, το σαλόνι με τα μεγάλα παράθυρα. Κάπνιζε ή κα­πνοδόχος του. Υπήρχαν φώτα στα δωμάτια των υπηρετών, στα δωμάτια του σπιτιού. Το δικό του ήταν σκοτει­νό. Το διέκρινε. Το θυμήθηκε.
Ο άλλος άρχισε να κινείται προς το μέρος του. Βάδιζε γρήγορα προς αυτόν. Ήταν αδύνατο μάλλον να τον αποφύγει. Μισόκλεισε τα μάτια για να πάρει θάρρος για την παράτολμη απόφασή του την απέλπιδα κίνηση της επιστροφής του. Ο άλλος του φάνηκε πως έτρεχε προς το μέρος του. Ναι, τον διέκρινε πλέον καλά. Έτρεχε προς αυτόν ...

Συνέχισε κι αυτός να βαδίζει τρέμοντας απ' την αγωνία. Ο άλλος έτρεχε. Τώρα άνοιξε τα χέρια του και συνέχισε να τρέχει μ' ανοιγμένα τα χέρια. Αυτός σταμάτησε. Δεν μπορούσε να κου­νήσει άλλο τα πόδια του. Ένιωσε ξαφνικά σαν να τον καταπλάκωσε ολόκληρη η γη. Ήταν αδύνατο να κουνηθεί. Τα μάτια του γέμισαν δά­κρυα. Έβλεπε γι' αυτό θολά τον άλλο να τρέχει μ' ανοιγμένη την αγκαλιά του. Ήταν αυτός! Ήταν αυτός! Σχεδόν μόλις τον αναγνώρι­σε, έπεσε εκείνος και τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

-Παιδί μου, του 'πε και τον φίλησε πρώτος.
Μες στους λυγμούς του κατάφερε και ψέλλισε κι αυτός:
-Πατέρα. ..
Τον έσφιγγε ό πατέρας στην αγκα­λιά του και τον φιλούσε συνέχεια.-Πατέρα, δεν είμαι άξιος να 'μαι γιός σου ...
Του 'φραξε εκείνος το στόμα.
-Παιδί μου, τί λες. Τόσο καιρό σε περίμενα. .. Παιδί μου!
Τον πήρε και τον οδήγησε σπίτι.
Μάζεψε τους υπηρέτες. Διέταξε να στρώσουν γιορτινό και πλούσιο τραπέζι. Να πλύνουν το γιό του. Να του φορέσουν λαμπρή στολή και το δακτυλίδι του οίκου του στο χέρι. Να φέρουν κρασί και όργανα για να γιορτάσουν την επιστροφή του.
Βράδιασε. Κουρασμένος απ' τη συγκίνηση της μέρας, απ' την αναπάντεχη αλλαγή των καταστάσεων, απ' την ανέλπιστη υποδοχή του πα­τέρα, μόνος στο δωμάτιό του προσπαθούσε να βάλει το μυαλό του σε κάποια τάξη.
Όχι, δεν ήταν όνειρο. Ήταν στο δωμάτιό του! Ο πατέρας του τον δέ­χθηκε σαν γιό του. Δεν του 'πε τίποτε για την περιουσία του πού σπατάλησε. Δεν τον ρώτησε που 'ταν τόσο καιρό. Δεν έδειξε να χάρηκε, δικαιωμένος για την ταπείνωση που υπέστη. Τον τίμησε μάλιστα σαν να 'κανε κάποιο κατόρθωμα. Του 'ταν αδύνατο να καταλάβει. Είχε λοιπόν τέτοιο πατέρα! Οικτίρησε περισσότε­ρο τώρα τον εαυτό του πού του φέρθηκε έτσι.

Έτριξε η πόρτα του δωματίου του. Ανασηκώθηκε λίγο απ' το κρεβάτι του. Στο φως απ' την μισάνοιχτη πόρ­τα διέκρινε την σκιά του αδελφού του. Έκανε να σηκωθεί απότομα από το κρεβάτι Δεν τον είχε δει καθόλου σήμερα το μεγάλο αδελφό του. Δεν ήρθε καθόλου σπίτι του 'παν. Ήταν στα χτήματα. Έλειπε κι απ' το γιορτινό τραπέζι, παρόλο που αρκετές φορές πήρε το μάτι του τον πατέρα, πού έστειλε υπηρέτες να τον φωνάξουν.
Τον έπιασε εκείνος απ' τον ώμο και τον ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι.
-Δεν ήρθα γι' αυτό, του 'πε. Να λείπουν οι συγκινήσεις.
δελφέ μου, τί λες; ...
-Στάματα. Γιατί γύρισες; Τί σε έφερε πίσω;
-...-Τέλος πάντων. Δικό σου θέμα. Άκου να ξέρεις. Εγώ αύριο φεύγω. Δεν αντέχω άλλο 'δω μέσα. Δεν υποφέρεται πλέον ο πατέρας. Ήρθα να σ' το πω για να ξέρεις πού γύρι­σες. Αύριο φεύγω.
Είπε κι έφυγε βιαστικά απ' το δω­μάτιο και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Θυμήθηκε τον εαυτό του λίγα χρόνια πριν. Λυπήθηκε τον αδελφό του, που τόσα χρόνια δεν εκτίμησε το πατρικό τους, δεν κατάλαβε την αγάπη του πατέρα.
ύριο φεύγει, μονολόγησε και δάκρυσε.
Απ' την άλλη μέρα ο πατέρας έφευγε πρωί απ' το σπίτι και γύριζε αργά το βράδυ.
-Έτσι κάνει χρόνια τώρα, του 'παν. Από τότε πού 'φυγες εσύ. Πηγαίνει και στέκεται όρθιος στη στροφή πίσω από το λόφο, λες και κάποιον να περιμένει. E, παιδί μου, τί τα θες, γεράματα ...
ΑΤΤΙΚΟΣ


Περιοδικό «Η ΔΡΑΣΗ ΜΑΣ» ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1998

Δημοσίευση σχολίου (0)
Νεότερη Παλαιότερη