ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΕΣΥ ΤΙ ΘΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;
«οι δέ ευθέως αφέντες τα δίκτυα ἠκολούθησαν αυτῷ»
Ματθ. δ΄ 18-23
Oι πρώτες ακτίνες του ήλιου παιχνιδίζουν στα ήσυχα νερά της λίμνης. Η πρωινή
θαλασσινή αύρα να ριπίζει απαλά τα πρόσωπα. Η Γή να ξεπροβάλλει τα φυσικά της θέλγητρα
όλο και πιο καθαρά, πιο τονισμένα στο φως της ημέρας. Και κάπου εκεί δύο-τρεις
βάρκες ψαράδικες να λικνίζονται ρυθμικά μες στα νερά τα καθάρια.
Γαλήνη και φως χυμένα γύρω.
Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό κάποια βήματα ν’ αφήνουν
τα ίχνη τους στην υγρή αμμουδιά, δίπλα στη θάλασσα. Τα βήματα του μεγάλου Θεού και
δημιουργού του σύμπαντος, του Θεού που θέλησε να γίνει άνθρωπος και να
περπατήσει μέσα απ’ τις δικές μας τις στράτες.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός «περιπατών παρά την θάλασσαν
της Γαλιλαίας»!
Κατευθύνεται προς τη μία βάρκα. Οι ιδιοκτήτες
της – πρόσωπα ψημένα στον ήλιο, χέρια αργασμένα απ’ τη δουλειά – τη στιγμή εκείνη
ρίχνουν τα δίχτυα τους στη θάλασσα. Είναι αδέρφια.
Σηκώνουν μια ιδέα τα βλέμματα τους και Τον αντικρίζουν.
Και προτού προλάβουν κάπως ν’ αντιδράσουν, ακούνε το άγιο στόμα Του να τους απευθύνει
κάποια λόγια:
— Ελάτε πίσω μου, κι εγώ θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων.
Τόσα μόνο τους είπε. Και μήπως να κατάλαβαν άραγε τι σήμαιναν τα λόγια ετούτα; Αλλά, θέλεις η μορφή Του, θέλεις τα λόγια Του, θέλεις
αυτό το ξεχωριστό κάτι που εξέπεμπε ο νέος αυτός Διδάσκαλος, αιχμαλωτίστηκαν από
τη χάρη Του. Πάραυτα σηκώθηκαν και πήραν να Τον ακολουθούν.
Και τα δίχτυα; Το πλοίο; Οι δουλειές; Τα σπίτια;
Οι συγγενείς; Όλα πίσω. Όλα αφημένα. Τίποτε. Ο Χριστός. Αυτός και μόνος. Ο
Χριστός και οι δύο πρώτοι μαθητές Του. Ο Σίμων Πέτρος και ο Ανδρέας.
Το ίδιο σκηνικό και παρακάτω. Άλλοι δύο εδώ. Ο Ιάκωβος και ο
Ιωάννης, μαζί και με τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο. Τα ίδια λόγια και σ’
αυτούς. Η ίδια κι εδώ συμπεριφορά. «Ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών»
ακολούθησαν τον Χριστό.
Από δω κι εμπρός η ζωή τους άλλαζε ριζικά. Έμπαινε
σε νέα κανάλια. Που θα μπορούσαν να το φανταστούν ότι επρόκειτο να γίνουν αυτοί
οι Απόστολοί Του, οι μέγιστοι αναμορφωτές της οικουμένης!!!
* * * * * * * * * ** * * * * * * * * *
Και όλα άρχισαν από κάτι. Κάτι ηρωικό από μέρους
τους. Ένα άφημα. Μια εγκατάλειψη. «Ευθέως». Αμέσως.
Αμέσως τα άφησαν όλα – δουλειές, σπίτια,
συγγενείς – και Τον ακολούθησαν. Κι Αυτός τους έδωσε τόσα που ούτε να φανταστούν
μπορούσαν.
Αλλά ο Χριστός δεν κάλεσε μόνο τους δώδεκα
μαθητές Του. Κάλεσε κι άλλους πολλούς από τότε. Κι εμάς κάλεσε.
Κι εμείς τί; Εγώ, εσύ, τί ανταπόκριση δείξαμε;
Είπαμε το «ναι» στην κλήση Του; Και πώς το είπαμε; Έτσι, με το αζημίωτο; Χωρίς
ν’ αφήσουμε κάτι;
Λοιπόν, το μέγα ερώτημα είναι τούτο:
Εγώ, εσύ, τι άφησα, τι άφησες για τον Χριστό;
Και βέβαια δεν ζητά από μας ν’ αφήσουμε τα πάντα, όπως οι Δώδεκα. Αλλά τί;
Εγώ, εσύ, τι άφησα, τι άφησες για τον Χριστό;
Και βέβαια δεν ζητά από μας ν’ αφήσουμε τα πάντα, όπως οι Δώδεκα. Αλλά τί;
Ε, κάτι. Κάτι να θυσιάσουμε για την αγάπη
Του. Αυτό που σε χωρίζει από την αγάπη Του, αυτό ν’ αφήσεις. Αντικείμενο είναι
αυτό αγαπημένο σου; Ρούχο; Πρόσωπο που καταλαβαίνεις να σε χωρίζει απ’ το δικό
του Πρόσωπο; Παρέα ολόκληρη; Ή, ακόμα, επιθυμία, όνειρο, σκέψη, προσδοκία για
το μέλλον; Ή, πολύ περισσότερο, κάποια αδυναμία,
ελάττωμα που σου έγινε συνήθεια και νιώθεις να σε ’χει κυριευμένο; Ότι τελοσπάντων
ζητά να μονοπωλήσει την καρδιά σου.
Γιατί, ξέρεις, κι Εκείνος τη ζητά την καρδιά σου. Γι’ αυτό και θέλει να απαγκιστρωθείς απ’ αυτό.
Γιατί, ξέρεις, κι Εκείνος τη ζητά την καρδιά σου. Γι’ αυτό και θέλει να απαγκιστρωθείς απ’ αυτό.
Για να σε πιάσει Αυτός. Και να σου δώσει, αντί
για κάτι που άφησες, όλο τον ανεξιχνίαστο πλούτο των δικών Του δωρεών και ευλογιών.
Τι λες; Το αποφάσισες λοιπόν τι θα αφήσεις εσύ
για τον Χριστό;...