ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟΥ

Πέρασαν οι μέρες από την Ανάληψη του Κυρίου μας. Πλησιάζουμε προς την Πεντηκοστή. Ανέβηκε ο Χριστός στον Ουρανό και μας άφησε μια γλυκιά νοσταλγία, νοσταλγία Ουρανού. Για αυτή τη νοσταλγία που έζησαν οι μαθητές Του ακριβώς τη μέρα που ο Χριστός ανέβηκε στον Ουρανό.


ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟΥ



«ατενίζοντες ήσαν  εις τον ουρανόν»
 Πράξ. α´ 1-12
Για σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανιζόταν στους μαθητές Του, για να πιστοποιήσει σ αυτούς το ασύλληπτο αυτό και υπερφυσικό γεγονός. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά επειδή κιόλας οι απόστολοι έδειχναν κάποια δειλία, φόβο, ίσως και ολιγοπιστία ακόμη μπροστά του, καθώς Τον έβλεπαν ζωντανό να τους πλησιάζει και να τους μιλάει, ο Κύριος προέβαινε και σε πιο στοργικές ακόμα και φιλικές εκδηλώσεις. Τους έδειχνε τα τρυπημένα χέρια και πόδια Του, τους άφηνε να Τον ψηλαφούν, καθόταν και έτρωγε μαζί τους - ενώ δεν είχε καμιά τέτοια ανάγκη πια. Και δεν έπαυε να τους διδάσκει τώρα πλέον τα βαθιά και δυσνόητα μυστήρια της βασιλείας του Θεού και συνάμα να τους ανοίγει τα μάτια της ψυχής τους, για να τα κατανοούν ορθά.
Έτσι και την ημέρα εκείνη που τους εμφανίστηκε για στερνή φορά. Κι αφού τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες και τους είπε να περιμένουν το Άγιο Πνεύμα που επρόκειτο σε λίγες ημέρες να έρθει στον κόσμο και επάνω τους, τους πήρε μαζί του ο λατρευτός της καρδιάς τους και τους οδήγησε έξω από τα Ιεροσόλυμα περίπου ενάμισι χιλιόμετρο, μέχρι το όρος των Ελαιών. Και μόλις έφτασαν εκεί, σήκωσε τα άγια χέρια Του και άρχισε να τους ευλογεί...
Στη στάση αυτή της ευλογίας βρισκόταν ο Κύριος, όταν τα μάτια τους αντίκρισαν το θέαμα:
Ο Διδάσκαλός τους άρχισε να μην πατά στο χώμα. Πήρε να υψώνεται από τη γη. Κι ένα σύννεφο τότε χαμήλωσε, χαμήλωσε και τον πήρε επάνω του. Τον πήρε κι άρχισε να Τον σηκώνει ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι τον ουρανό. Κι Εκείνος ακόμα τους ευλογούσε!
Η σκηνή ήταν εξόχως ιερή, συγκλονιστική. Από κανενός το στόμα δε βγήκε το παραμικρό. Μόνο έμεναν αποσβολωμένοι να κοιτάζουν... Να κοιτάζουν τον Ιησού τους, τον Κύριό τους, τον αγαπημένο τους ραβί να υψώνεται, να μικραίνει ολοένα, να χάνεται η αγία μορφή Του μέσα στο άπειρο του ουρανού... Κι αυτοί ακόμα να κοιτάζουν!
Η φωνή δύο λευκοντυμένων αγγέλων τους συνέφερε.
— Άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε και κοιτάτε μέ βλέμμα ακίνητο τον ουρανό;
Αυτός ο Ιησούς που Τον είδατε να αναλαμβάνεται στον ουρανό, Αυτός πάλι θα έρθει στη γη με τον ίδιο τρόπο, όπως και αναλήφθηκε, για να κρίνει τον κόσμο στη Δευτέρα Του Παρουσία!...
                   * * *
«ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν»
Ποιός ξέρει για πόση ώρα...
Σας έχει συμβεί να παρακολουθήσετε σκηνή μισεμού, ξενιτεμού, αποχωρισμού;
Να βρίσκεσθε στο λιμάνι ή στο σιδηροδρομικό σταθμό, και να φεύγει μακριά ο πατέρας σας, η μάνα, ο αδελφός, η αδελφή...
Αυτό παλιά ήταν πολύ συνηθισμένο.
Τότε να δεις μάτια, βλέμματα... Ακίνητα, στυλωμένα, δακρυσμένα!
 Για τους αγίους αποστόλους τι ήταν ο Κύριος Ιησούς;
Το παν. Ο πατέρας τους, ο αδελφός τους, ο φίλος τους, η ζωή τους, η πνοή τους, το αγαλλίαμα της καρδιάς τους. Το παν!

Μα μήπως μόνο για κείνους; Και για μας το ίδιο δεν είναι; Πως λοιπόν να μην είναι στραμμένα και τα δικά μας μάτια, και οι δικές μας καρδιές στον Ουρανό; Πως, αφού εκεί βρίσκεται η χαρά μας, η ζωή μας, η αγάπη μας, ο θησαυρός μας!
Στον Ουρανό. Εκεί είναι και ο δικός μας τόπος, η μόνιμη κατοικία μας, η αληθινή πατρίδα μας. Ο Ουρανός, όχι η γη. Εδώ περαστικοί είμαστε, ξενιτεμένοι είμαστε, εξόριστοι είμαστε. Την Πατρίδα μας ποθούμε. Το Θησαυρό μας ζητούμε.
Γι αυτό και οι πόθοι μας, οι σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα αισθήματα μας, οι πράξεις μας, όλα είναι στραμμένα εκεί. Όλα υπέργεια, ουράνια. Τίποτε γήινο, χωματένιο, προσωρινό.
* * *
Αν ο άνθρωπος λέγεται άνθρωπος γιατί μπορεί να βλέπει προς τα άνω, ας αφήσουμε όσους έχουν ξεχάσει τον προορισμό τους και αρέσκονται να ζουν και να στρέφονται γύρω από τους βάλτους...
Κι ας σηκώσουμε βλέμματα και καρδιές στον Ουρανό.



Δημοσίευση σχολίου (0)
Νεότερη Παλαιότερη